Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

H Πύλη του Χρόνου

 


Ορεινή Κρήτη, Νομός Ρεθύμνου 1984

Εμπειρία που προξένησε σειρά σκέψεων και προβληματισμών οι οποίοι οδήγησαν σε μια αναθεώρηση της εστίασης του κόσμου ήταν η διαμονή μου σε ορεινό χωριό της Κρήτης κατά την περίοδο της φοίτησής μου στο Πανεπιστήμιο. Εκεί, στην ορεινή Κρήτη που επέλεξα να μείνω για ένα χρονικό διάστημα συνάντησα τους ανθρώπους που δεν κινούνταν με τη ροή του χρόνου αλλά της φύσης, τη μέρα και τη νύχτα και την εποχή και ούτε  εξαντλούσαν τον εαυτό τους στο κυνήγι του δευτερολέπτου, κάτι στο οποίο είχα εκπαιδευθεί πολύ σχολαστικά ως γέννημα και θρέμμα της αστικής ζωής. Έτσι, δεν ήταν καθόλου περίεργο για εκείνους, ο αγρότης που ξυπνά τα χαράματα που κοιμάται σχετικά νωρίς, καθώς εργαζόταν στο χωράφι του να αισθανθεί πως θέλει να σταματήσει. Ξάπλωνε κάτω από ένα δέντρο, - το έβλεπα πολλές φορές πεζοπορώντας στα ορεινά μονοπάτια και κοιμόταν. Αργότερα ξυπνούσε και συνέχιζε την εργασία του. Αυτό όμως πάντα χωρίς την πίεση του χρόνου καθώς αν περνούσε κάποιος θα μιλούσαν σταματώντας την εργασία και πάντα με τον ερχομό του απογεύματος η κοινοτική ζωή έσφυζε στα καφενεία ενώ γρήγορα όλα ηρεμούσαν στο βύθισμα στη νύχτα. Κανένα άγχος, καμία εξάρτηση χρόνου. Και η τεράστια διαφορά εμφανιζόταν όταν ο αγρότης έπρεπε να διεκπεραιώσει κάποια διαδικαστικά ζητήματα που σημαίνει πως έπρεπε να κατέβει στην πόλη, το Ρέθυμνο. Όταν επέστρεφε, χωρίς να έχει εργαστεί στις αγροτικές του κοπιαστικές εργασίες, πέρα από το τι θα έλεγε, δημιουργούσε την εντύπωση πως δούλευε για μέρες χωρίς σταματημό. Φαινόταν εντελώς εξαντλημένος, δεν είχε διάθεση για την καθιερωμένη κοινοτική συνεύρεση στο καφενείο ούτε για όποια συνάντηση με την κοινότητα, φαινόταν απομονωμένος, πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι και κλεινόταν μέσα. Και αυτό ήταν κάτι σαν εποχική γρίπη, που πολύ γρήγορα περνούσε και ο αγρότης επανερχόταν στην φυσιολογική του κατάσταση. Οι σκέψεις που αναδύθηκαν από τις παρατηρήσεις αυτές δημιούργησαν ζητήματα τα οποία ποτέ δε με είχαν απασχολήσει μέχρι τότε, ζώντας στην καθημερινότητα της Αθήνας.

 

H ανάγνωση των παρακάτω κειμένων θα κάνει ευκρινέστερο το  κείμενο που ακολουθεί.

 ΠΡΑΞΕ ΚΑΙ ΑΚΟΥ  https://thisthanees.blogspot.com/2021/08/blog-post_31.html

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΧΟΡΔΕΣ https://thisthanees.blogspot.com/2021/09/blog-post.html

ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΤΩΡΑ https://thisthanees.blogspot.com/2021/05/blog-post_20.html

 

Σήμερα, Αθήνα 12/10/2021

Η τριβή στο ΑΛΜΑ φέρνει στο φως ένα καίριο ερώτημα. Γιατί η αντίστροφη πορεία στη γήινη καθημερινότητα. Γιατί ο άνθρωπος πάντα οπισθοχωρεί ανακυκλώνοντας τη ζωή του στον ίδιο κύκλο της πίεσης, του πόνου και του θανάτου. Γιατί δεν επιμένει στην εστίαση του βλέμματος στην εμπειρία ώστε να νοήσει τη ματαιότητα της ζωής του, εκείνου που δεν είναι ζωή καθώς η τελευταία εκτυλίσσεται αέναα στο σύμπαν, δεν οπισθοδρομεί ανακυκλούμενη σε λογικές φόρμες ούτε σε ενσωματωμένα πρότυπα ύπαρξης που σημαίνει πως αν και ο χώρος παραμένει ο ίδιος εκείνο το οποίο διαστρέφει την αντίληψη του ποιού του είναι ο λόγος, στην εσφαλμένη φαντασιακή του χρήση. Και αυτό το οποίο κρούει άμεσα τον κώδωνα είναι ο χρόνος. Ας θυμηθούμε: Ο ρυθμός της πρώτης οκτάβας δεν είναι άλλος από το χρόνο όπως τον έχει μάθει ο κινούμενος στην πρώτη οκτάβα, το κλειδί είναι ο χρόνος αυτός που όσο περίεργο και αν ακούγεται ενώ υποτίθεται πως προχωρεί εμπρός, δημιουργεί την κίνηση προς τα πίσω.

Ο χρόνος φανερώνεται ως ο καθοριστικός παράγοντας της ύπαρξης στον «Πολιτισμένο Δυτικό Κόσμο». Δεν είναι τυχαίο που οι παλαιοί λαοί αλλά και εκείνοι που κατά το τέλος του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονταν από τους Δυτικούς «πρωτόγονοι», διακρίνονταν για την ελαστικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν αυτό το οποίο ο Δυτικός κόσμος ονομάζει χρόνο. Η μέτρηση με γενεές αρχηγικών μελών της κοινότητας ή φυσικών επαναλαμβανόμενων συμβάντων αποδίδει στην έννοια του χρόνου αυτού που γνωρίζουμε, μία ελαφρότητα όχι άμοιρη μιας παιγνιώδους αντίληψης. Αν στο ερώτημα ενός Δυτικού «Πότε συνέβη το γεγονός αυτό;», η απάντηση είναι «στην όγδοη πλημμύρα του Νείλου», ή « όταν αρχηγός ήταν ο τρίτος της γενεάς τάδε», στην απάντηση αυτή αναδύεται ο τρόπος με τον οποίο η χρονικότητα ενσωματώνεται στις κοινότητες αυτές. Μπορεί να φαίνεται στους Δυτικούς μία σκιώδης γελοιοποίηση του χρόνου: «Από πότε μετρήθηκε η όγδοη πλημμύρα;», «ο τρίτος της γενιάς πως συσχετίζεται με το χρόνο αφού πρόκειται για ένα πολύ παλαιό γεγονός ενώ η γενεά που αναφέρεται πολύ πρόσφατη;». Είναι εμφανές πως για τους ανθρώπους αυτούς ο χρόνος έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το χρόνο. Οι ημερομηνίες, οι χρόνοι, οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, καθορίζουν όλη τη ζωή του Δυτικού κόσμου καθώς ο Δυτικός κυνηγά το χρόνο χωρίς να μπορεί ποτέ να τον φθάσει. Η σκέψη των πρωτόγονων κοινοτήτων κάτω από αυτή την εστίαση φανερώνεται όχι προγενέστερη αλλά κατά πολύ μεταγενέστερη του Δυτικού –αφού φανερώνει τη συνείδηση του ανθρώπου ουσιαστικά για τον εαυτό του, κάνοντάς την να εμφανίζεται ως η καθ’ εαυτόν πρωτόγονη και ο Δυτικός ο πραγματικός πρωτόγονος, ως όργανο χωρίς βούληση, χωρίς καμία ελευθερία κίνησης καθώς όλα υπάγονται στην αδυσώπητη ροή του χρόνου που του αποδίδεται. Θα πρέπει όμως πάντα να λαμβάνεται υπόψιν πως αυτός είναι ο τρόπος του Δυτικού τους τελευταίους αιώνες. Δε σημαίνει πως στις προγενέστερες εποχές απουσίαζαν τα αποτελέσματα τα οποία συναντάμε δια του τρόπου αυτού. Πάντοτε η κυρίαρχη ελίτ έβρισκε τον τρόπο να έχει τα ίδια αποτελέσματα στη συνέχεια της κυριαρχίας της. Κάποτε η ανελευθερία και η πίεση δεν εφαρμόζονταν από την εφαρμογή των χρονικών ορίων αλλά από ηθικολογικά πρωτόκολλα των θρησκειών όταν αυτές αποτελούσαν συστημικά διαρθρωμένα ιεραρχικά παράγωγα στη συν-κυριαρχία τους με την εξουσία ή ταυτίζονταν με αυτή.

Η εστίαση της σκέψης στο χρόνο μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλές οπτικές γωνίες, η πιο βασική όμως είναι η θεωρούμενη θεμελιώδης αρχή της ύπαρξης του χρόνου όπως τον αντιλαμβάνεται ο Δυτικός άνθρωπος, ως Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον. Και από εδώ άρχεται το ψεύδος το οποίο χρησιμοποιείται πάντα στην απενεργοποίηση της οντότητας άνθρωπος. Το ψεύδος του χρόνου το οποίο συναρτάται άμεσα με το ψεύδος της εργασίας - δουλειάς ή μάλλον δουλείας, ουσιαστικά επιτάσσει τη διατήρηση της μάζας κάτω από τον αδίστακτο ζυγό των κυριάρχων της. Διότι η εργασία, με τη σημερινή έννοια, δεν είναι κάτι το φυσικό για τον άνθρωπο. Φυσικό είναι η επίτευξη της επιβίωσής του, όχι η αναγκαιότητα της εργασίας όπως έχει εγκαθιδρυθεί και θεσμοθετηθεί, η οποία ουσιαστικά εξυπηρετεί  μόνο τις κυρίαρχες τάξεις, διατηρώντας τη μάζα σε πλήρη υποταγή: δουλεύει για να αγοράζει αυτά τα οποία παράγει. Και δεν είναι τυχαίο το ότι οι κοινότητες που επιβίωναν εκτός του Δυτικού τρόπου κατηγορήθηκαν με την πιο χυδαία φρασεολογία και κατ’ αντιστροφή: Οι υγιείς ονομάστηκαν άρρωστοι, οι νοήμονες ηλίθιοι, οι κοπιάζοντες για την καθημερινή επιβίωση τεμπέληδες, οι μη ακολουθούντες το δεδομένο Δυτικό τρόπο σύσφιξης του σώματος – γιατί πάντα ο Δυτικός πρέπει να βρίσκεται υπό πίεση, διεστραμμένοι. Και απολύτως κανέναν δεν έβλαπταν ή ενοχλούσαν οι άνθρωποι αυτοί, μη εργαζόμενοι στις μεγαλοβιοτεχνίες και τις πρωτοδημιουργούμενες βιομηχανικές μονάδες, επιβιώνοντας με κυνήγι ή ψάρεμα ή μικροκαλλιέργειες και πάντα με υπέρμετρο σεβασμό στη φύση. Όμως ενοχλούσαν τους επιχειρηματίες οι οποίοι έβλεπαν να τους διαφεύγει χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό, τους εργαζόμενους στα κέντρα αυτά γιατί μπορεί να εμφανίζονταν περίεργες σκέψεις στο νου τους για τον τρόπο που οι ίδιοι ζούσαν οπότε αντί να κρίνουν τους εαυτούς τους κατέκριναν τους άλλους, και τέλος εκείνους οι οποίοι κινούσαν τα νήματα οι οποίοι επ’ ουδενί δεν αποδέχονταν την ύπαρξη κάποιων που να ενέχουν την περίπτωση να επηρεάσουν το σύστημά τους, το οποίο τόσο καλά είχαν θεμελιώσει μέσα από την εκπαίδευση και μάθηση σε καθημερινή επανάληψη,  θέτοντάς το σε ανισορροπία.

Αν όμως η ορθή αντίληψη του χρόνου ήταν αυτή των «πρωτόγονων ηλιθίων», ποια ήταν; Πολύ απλά ήταν η ακολουθία της συμπαντικής ροής της ζωής σε αντίθεση με τη συμβατικότητα της ύπαρξής του χρόνου, το ότι ουσιαστικά ο χρόνος στην Δυτική καθημερινότητα δεν υπάρχει.

H διάκριση σε κάθε χρονική αναφορά της Δυτικής παιδείας εστιάζει στα τρία χρονικά πεδία τα οποία πάντα εκλαμβάνονται ως διάφορα και διακεκριμένα κάτι που στην ουσία δεν ισχύει. Η διάκριση αυτή απλά είναι το μέσο για την εύκολη χειραγώγηση της μάζας, καθώς χρησιμοποιείται εύστοχα και αποδοτικά. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι τα τρία χρονικά πεδία.

Το παρελθόν χρησιμοποιείται ως πεδίο επιλεκτικών δράσεων οι οποίες υπηρετούν επιδιωκόμενους στόχους των οποίων ο σκοπός είναι ένας: η διατήρηση των δούλων. Ό, τι δεν υπηρετεί, αποσιωπάται, όπως ακριβώς μία κακή πράξη αφοπλίζεται στο νου του διαπράττοντος αυτήν, εν όψει μιας υποτιθέμενης αλλαγής της ζωής του - αλλαγής όχι δικής του αλλά κάποιων ακολούθων του, όπως ένας σύντροφος, δίνοντας την δυνατότητα της επανάληψης της πράξης αυτής η οποία δεν υπάρχει παρά μόνο ως αναίσθητη ανάμνηση της οποίας η διάπραξη εύκολα έχει καταχωρηθεί ως δικαιολογημένη λόγω συνθηκών.

Το παρόν ως ό, τι εννοούμε δεν υφίσταται καθώς τη στιγμή που εστιάζουμε στην επόμενη, η τελευταία ήδη κατασκεδάζεται σε τεμάχια ώστε το ονομαζόμενο παρόν κατ’ αρχήν να τείνει στη μη ύπαρξη, ενώ η αντίληψή του ήδη το ακολουθεί, γιατί δεν είναι αδύνατη η αντίληψη χωρίς την εμπειρία που σημαίνει πως είναι παρελθόν και όχι παρόν.

Το μέλλον δεν υπάρχει παρά μόνο ως φαντασίωση. Έτσι ο άνθρωπος καταλήγει να αποτελεί μία συσσώρευση εμπειριών οι οποίες ουσιαστικά γίνονται παρελθόν χωρίς να λάβουν χώρα καθώς το παρόν δεν υφίσταται, ένα σκεύος συσσώρευσης κατευθυνόμενων εμπειριών στην εμπειρία των οποίων έχει εκπαιδευθεί, εστιάζοντας πάντα σε ένα ψευδώς ασφαλές φαντασιακό μέλλον το οποίο βιώνει στην καθημερινή συνέχεια του παρελθόντος. Και αυτό αποτελεί ψεύδος καθώς το ον είναι απών, ως παρόν το οποίο ήδη είναι πλήρες έτοιμων εμπειριών – έτοιμων καθώς δεν αποτελούν αποτέλεσμα δικής του αυτενέργειας. Και αυτή είναι η ψυχική διεργασία η οποία αναδύεται στην πράξη μέσω βοηθητικών παραγόντων των οποίων ο μέγιστος είναι η κρούση της ανασφάλειας μέσω της οποίας διαμορφώνεται ο σκλάβος υποτελής γι’ αυτό και πάντα σε περιπτώσεις αύξησης του ολοκληρωτισμού εκείνο το οποίο δραματοποιείται είναι η εξύψωση πρόσθετων χρονικών παραμέτρων, όπως συγκεκριμένοι χρόνοι απαγόρευσης κυκλοφορίας, μεταφοράς, παραμονής, αυξάνοντας τόσο την πίεση όσο και την απομόνωση καθώς αυξάνει δραματικά ο χρόνος αποκοπής από την κοινότητα.

Στην καθημερινότητα, η προσπάθεια τήρησης των οριζόμενων χρόνων υπερβαίνει τα χρονικά πεδία,
γίνεται αυτόνομος καθοδηγητής της ύπαρξης στη συνεχή παραμονή της στο τίποτα το οποίο ονομάζει κανονικότητα που σημαίνει φαντασιακή μελλοντική ασφάλεια. Πώς είναι δυνατόν επομένως να δημιουργεί αυτή η ύπαρξη το καλύτερο αύριο το οποίο διαλαλούν όλα τα Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης; Απλά με το να συνεχίζει στην καταδυνάστευση των τιθεμένων χρονικών ορίων που δεν είναι άλλο παρά η απόλυτη υποταγή, μη μετέχοντας σε αυτό το καλύτερο αύριο παρά μόνο με την απουσία του, ενώ φαντασιώνεται τη ζωή της ευτυχίας η οποία εμφανίζεται, με και σε οτιδήποτε είναι εκείνο το οποίο προωθεί η κυρίαρχη ελίτ και ολοκληρώνεται με την συνταξιοδοτική του απόσυρση από τον εργασιακό χώρο. Και δεν μπορεί να αντιληφθεί πως έτσι έχασε ό, τι πίστευε πως θα έχει αφού ο άνθρωπος των συντάξιμων ετών δεν μπορεί να εκπληρώσει τις νεανικές του φαντασιακές προσδοκίες. Κατασπατάλησε τα καλύτερά και πιο αποδοτικά και δημιουργικά του χρόνια στην ατέρμονη ανακύκλωση της καθημερινότητας. Δεν τόλμησε ποτέ να αναρωτηθεί αν η αυριανή ημέρα θα ερχόταν γιατί ήξερε πως θα είναι σαν τη σημερινή. Ήταν σίγουρος αφού είχε εκπαιδευθεί στην ασφάλεια της καθημερινότητας, την οποία για να έχει θυσίασε όλα του τα γήινα χρόνια συνεισφέροντας ως νεκρός στη διατήρηση του εγκλήματος και του θανάτου. Γιατί αυτός ο κόσμος του εγκλήματος δε χρειάζεται ζωντανούς ελεύθερους αλλά νεκρούς δούλους, αλλιώς δε θα υπήρχε. Και εδώ είναι σαφέστατο το εγχείρημα του Σενέκα ο οποίος στην προσπάθειά του να αφυπνίσει τον άλλο, τον ρωτά πόσο έζησε μέχρι τώρα αποκλείοντας ό, τι δεν μπορεί να συγκαταριθμηθεί με ό, τι θα ονομαζόταν ζωή. Τελικά ο άλλος εμφανίζεται να βρίσκεται σε μία ηλικία λίγα λεπτά μετά τη γέννησή του. Δεν έχει ζήσει αν και είναι υπερήλικας. Και όταν οι άνθρωποι δε ζουν επικρατεί ο θάνατος, όπως το σκοτάδι επικρατεί μετά τη δύση του ηλίου.

Το μέλλον δεν υπάρχει. Εκείνο το οποίο αποτελεί το κλειδί της συνεχούς παραμονής στη γη του πόνου, είναι το παρελθόν. Καθώς ο άνθρωπος είναι μία υλική συσσώρευση εμπειρίας η οποία ονομάζεται παρελθόν είναι άμεσα κατανοητό το πώς κινείται η γήινη ζωή του ανθρώπου και το γιατί, αφού η συσσωρευμένη εμπειρία αποτελεί το μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς της ύπαρξης, που επισημαίνει εκείνο το οποίο ωθεί σε συγκεκριμένο τρόπο ιστορικής πράξης αυτοματικά, στην απουσία αντίληψης και κριτικής. Και αυτό επειδή το ανθρώπινο παρελθόν είναι η εκπαίδευση του ανθρώπου στην συνέχεια της ύπαρξής του με συγκεκριμένο τρόπο. Αν η εμπειρία δείχνει πως ένας συγκεκριμένος τρόπος αντίδρασης σε έξωθεν δράσεις συντελεί στη συνέχεια της ύπαρξης τότε η χωρίς πραγματική κριτική αντίληψη ύπαρξη η οποία έχει εκπαιδευθεί ακριβώς στην ψευδή εννοήση της κριτικής, θα ακολουθεί συνεχώς τον τρόπο αυτό. Έτσι, αν οι εμπειρίες δημιουργούνται και η ύπαρξη εκπαιδεύεται με το στόχο αυτό από τις έξωθεν δράσεις το αποτέλεσμα είναι θετικό στο μεγαλύτερο ποσοστό της μάζας. Και ενώ η φράση «έτσι έχουν τα πράγματα, τι να κάνουμε, ακολουθούμε την πορεία τους» ενέχει το μέγιστο εσκεμμένο παραλογισμό, είναι η πιο συνηθισμένη φράση που ακούγεται καθημερινά.

Θα μπορούσε να υπάρξει ένα απαράβατο εμπόδιο στη συνέχεια και αυτό θα ήταν στην τριβή της σκέψης του «τώρα». Όμως ο λόγος  αφορά στον μέσο Δυτικό άνθρωπο και όχι στον πνευματικό. Στον πρώτο το «τώρα» είναι αδύνατον να αποδώσει αυτό το οποίο αληθινά δύναται όταν ο προσανατολισμός της εστίασης το διαπερνά. Το «τώρα» για τον Δυτικό δεν είναι παρά η συνεχής επανάληψη των παρελθοντικών εμπειριών οι οποίες κινδυνεύουν να αφανιστούν από συγκεκριμένες δράσεις. Εδώ, το «τώρα» είναι το «τότε» εκεί. Αν κάποτε περιστασιακά αρθούν οι περιορισμοί του «τώρα», αυτό πρέπει να βιωθεί εμπειρικά με έντονο και απολαυστικό τρόπο που δεν είναι άλλο από την επανάληψη σποραδικών εμπειριών του παρελθόντος οι οποίες κυριαρχούν στη σκέψη. Εξ άλλου για το Δυτικό άνθρωπο το «τώρα», πόσο «τώρα» είναι; Μπορεί να είναι το μισό ή το μισό του μισού και αυτό συνεχίζεται φθάνοντας σε ένα οριακό σημείο το οποίο τείνει να μηδενιστεί, το οποίο όμως ήδη στην αντίληψή του έχει μετατεθεί στο παρελθόν. Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη εστίαση αδυνατεί να νοήσει το «τώρα» ως το ολότελα άγνωστο, αυτό το οποίο αναδύεται στην έκρηξη της ζωής στην αέναη συνέχειά της.

Ολότελα άγνωστο σημαίνει την υπέρμετρη δυνατότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει τον κόσμο του, αρκεί να το θελήσει, να το επιλέξει. Το να θεάται το «τώρα» ως μία αναγέννηση, η κάθε μέρα, η κάθε ώρα και το κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο του Δυτικού, στο άνοιγμα των οφθαλμών του, του παρέχει άμεσα τη δύναμη και δυνατότητα να τον οικοδομήσει αντλώντας νέες εμπειρίες άλλης εστίασης και προοπτικής. Αρκεί ένα βήμα μόνο σε ένα «τώρα» για να αλλάξει η εστίαση. Και αυτή η αλλαγή είναι τόσο ισχυρή ώστε να υπερισχύσει σε κάθε εμπειρία του παρελθόντος η οποία πλέον φανερώνεται πλήρως αδύναμη ως ψευδής.

Είναι φανερό πως ο τρόπος διατήρησης μιας συγκεκριμένης οπτικής στην πορεία του «τώρα» είναι ο τρόπος διατήρησης του κυρίου και του δούλου. Ο κύριος, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να αποδίδει τις ίδιες εμπειρίες στο μορφοποιημένο δούλο του, ώστε να υπάρχουν πάντα οι ίδιοι τρόποι από τα ενσωματωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Και οι εξαιρέσεις οι οποίες πάντα υπήρχαν και υπάρχουν αλλά δε γνωρίζουμε αν θα συνεχίσουν καθώς εμφανίζεται η πλήρης εξολόθρευσή τους στις μέρες μας, τίθενται υπό καταστολή, κοινωνική απομόνωση και έλεγχο και πολλές φορές αφανισμό, όχι από τον κύριο – εκείνος μόνο σε ειδικές περιπτώσεις αναμιγνύεται, αλλά από τους ίδιους τους δούλους, καθώς επιθυμούν να έχουν πάντα με οποιοδήποτε τίμημα την φαντασιακή βεβαιότητα της ασφάλειας του ανύπαρκτου καλύτερου μέλλοντος συνεχίζοντας στην δουλεία και πιστεύοντας πως προχωρούν στην πραγματοποίησή του. 

H ρύθμιση της λειτουργίας του ανθρώπου παράλληλα με τη λειτουργία του ρολογιού επιφέρει την πλήρη εργαλειοποίηση του πρώτου. Όσο το ρολόι κουρδίζεται ή έχει την απαιτούμενη παροχή ενέργειας είναι συντονισμένο με τις απαιτήσεις του συστήματος και συντονίζει σε αυτό τους δέκτες του. Όταν αρχίζει να ξεκουρδίζεται, ο χρόνος του αλλάζει γίνεται πιο αργός, δεν μπορεί να συντονιστεί με το σύστημα. Το ίδιο, εκείνος που περνά στον αποσυντονισμό με το σύστημα αισθάνεται τη διόγκωση του «τώρα». Το «τώρα» διευρύνεται, «ο χρόνος δεν περνά», το κάθε χρονικό συστημικό σημείο χάνει την αξία που του έχει δοθεί, ο ρυθμός απουσιάζει, ο άνθρωπος που υπερκέρασε το Δυτικό χρόνο είναι εκτός συστήματος.

Όμως και εκείνος που απότομα αποχωρίζεται από το αστικό μοντέλο ρύθμισής του, το Σαββατοκύριακο το οποίο ονομάζεται ανάπαυλα ξεκούρασης, πρέπει να συνεχίσει κρυφίως στο ρυθμό χρησιμοποιώντας άλλες δράσεις στις οποίες έχει εκπαιδευθεί. Γι’ αυτό είναι εύκολη η διάκριση όχι μόνο της διατήρησης της ρύθμισης στο χρόνο στις «ημέρες ξεκούρασης» αλλά και την αύξηση της έντασης του ρυθμού έτσι ώστε η περίοδος αυτή να αντιστραφεί σε περίοδο κούρασης η οποία στην επανέναρξη της καθημερινότητας αντί για αηδία επιφέρει ανακούφιση. Και βέβαια η ξεκούραση για τον εργαζόμενο που επιστρέφει καθημερινά στην κατοικία του είναι ένα απατηλό όνειρο καθώς αφού τελειώσει οποιαδήποτε εξωεργασιακή υποχρέωση την οποία πρέπει να φέρει εις πέρας εντός συγκεκριμένου χρόνου, συνεχίζει αμείωτα στο ρυθμό αποσυνδέοντας εντελώς την κριτική του αντίληψη κάτω από την κυριαρχία της τηλεθέασης, όπου μάλιστα η επιτάχυνση του ρυθμού των εκπομπών του στερεί κάθε κριτική σκέψη που μπορεί να αναδυθεί.

Ακριβώς αυτή η ρύθμιση είναι που επιφέρει την ανάγκη του κουρδιστή του ρολογιού ή του υπεύθυνου αλλαγής μπαταρίας. Έτσι, η κυρίαρχη ελίτ πάντα φροντίζει για το σταθερό κούρδισμα των υπάρξεων ώστε να διατηρούνται πάντα κάτω από τις ίδιες αναγκαιότητες τουτέστιν εξαρτημένες. Η ρύθμιση της ανθρώπινης ύπαρξης στο συγκεκριμένο ρυθμό διατηρείται εκ των αναγκών τις οποίες ο άνθρωπος μαθαίνει να έχει και οι οποίες επιβάλλουν την παραμονή του στη ρύθμιση προς ικανοποίησή τους. Έτσι, οι ανάγκες που φαίνονται ως επιβράβευση της ζωής, στην εκτέλεσή τους είναι επίκτητα σημεία διατήρησης του συστήματος. Και αν για κάποιο λόγο ο άνθρωπος μείνει για ένα διάστημα εκτός συστήματος οι αναγκαιότητες αντικαθίστανται με δεδομένες, τις οποίες το σύστημα αποδίδει συνεχώς δια προτύπων συμπεριφοράς ώστε να μην αλλάζει κάτι το οποίο μπορεί να επιφέρει ανισορροπία στο σύστημα παρά μόνο στον δούλο του. Έτσι όταν ο δούλος σκέφτηκε πως ίσως ο κύριός του λείψει αρκετά αντικατέστησε τις υποχρεώσεις του με δράσεις συμπεριφοράς οι οποίες τον κράτησαν στον ίδιο ρυθμό. «Και άρξηται τύπτειν τους παίδας και τας παιδίσκας, εσθίειν τε και πίνειν και μεθύσκεσθαι» (Κατά Λουκάν 12.34-12.45,46). Είναι ο τρόπος αντικατάστασης της ρύθμισης, ο οποίος κρατεί το σύστημα σταθερό. Είναι τέτοια η πρόσκτηση αυτών των συμπεριφοριστικών προτύπων της ρυθμισμένης ύπαρξης ώστε όταν φθάσει η ώρα «διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την νύμφην αυτής και νύμφην επί την πενθεράν αυτής» (Κατά Λουκάν 12.53-13. 5). Ο διαχωρισμός της κοινότητας προκύπτει από την αλλαγή στη ρύθμιση του χρόνου η οποία επιφέρει αλλαγή της στάσης, διχασμό και διαχωρισμό. Γιατί είναι πολύ απλό ο άνθρωπος να περνά από την πλατιά πύλη και όχι από τη στενή (Κατά Λουκάν 13.24-13. 33). Και η πλατιά είναι αυτή της καθημερινότητας που οδηγεί στην καταστροφή, όπως επισημαίνεται στην περίπτωση της κοινότητας την εποχή του Νώε όπου οι άνθρωποι «ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εξεγαμίζοντο άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας» (Κατά Λουκάν 17.26-27,-18. 8), το ίδιο που συνέβη στην κοινότητα της εποχής του Λωτ όπου « ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν» (Κατά Λουκάν 17.28-29,-18. 8). Η κανονικότητα ισορροπεί στην καθημερινότητα, η σταθερή ρύθμιση στην υπερκατανάλωση και διαστροφή κρατώντας ακέραια την συστημικά διαρθρωμένη κυρίαρχη ελίτ. Η πλατιά πύλη οδηγεί στη «διχοτόμηση» (Κατά Λουκάν 12.34-12. 46) του δούλου από τον κύριό του (σελ. 148). Διχοτόμηση του ανθρώπου είναι ο πλήρης αποχωρισμός του πραγματικού από τον ψευδή, του πνευματικού από τον γήινο. Ο γήινος δούλος δεν είναι πια άνθρωπος, έχει υποβιβαστεί ήδη στην τάξη του μη πνευματικού ζωικού βασιλείου. Και αυτή η παραβολική παρουσίαση εκτός του Δυτικού τρόπου Ευαγγελικών αποσπασμάτων και ρύθμισης χρόνου απλά φανερώνει πώς η κυρίαρχη ελίτ πάντα είχε τα αποτελέσματα που επιζητούσε επιλέγοντας τον κατάλληλο τρόπο.


Φθάσαμε στο ίδιο σημείο στο οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη Πράττει και Ακούει και στη συνέχεια
Επιτελεί, το σημείο του Άλματος στο οποίο αντιστρέφει την  πορεία και προχωρεί εμπρός στο άγνωστο όπου συναντά το πραγματικό της είναι. Το ίδιο σημείο είναι η Πύλη του Χρόνου, το σημείο της μεγάλης, της πιο καθοριστικής στιγμής της ύπαρξης. Η απορύθμιση του συστημικού χρόνου αδυνατεί να είναι παραλογισμός όχι μόνο ως αντίθετο στην ταύτιση αντιθέτων γιατί ο συστημικός χρόνος είναι ο παραλογισμός και η ψευδής φαντασιακή κατάσταση, αλλά  και γιατί καθώς αναδύεται ακριβώς μέσα από «τα πράγματα που έχουν έτσι», αφού το βλέμμα, στην διαφοροποιημένη εστίαση αποδίδει τη σκέψη πως «είναι αδύνατον να έχουν έτσι» για αυτό, χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Και εδώ ο κριτικός νους θα βιώσει την ενοχή χιλιάδων χρόνων λανθασμένων επιλογών. Αυτή είναι η δύναμη που θα τον ωθήσει στο Άλμα. Το βάρος της συνεχώς υπόδουλης ανθρωπότητας που εκφράζεται στην γήινη πορεία της με συνεχείς πολέμους, γενοκτονίες, με ό, τι πιο κακόβουλο και επίβουλο αποδίδει την ανυπέρβλητη δύναμη του Άλματος. Εδώ φανερώνεται ο πραγματικός άνθρωπος, ο δημιουργός, ο πλάστης του μέλλοντος το οποίο είναι παρόν, καθώς δεν αποτελεί ένα φαντασιακό ψευδές δουλικό κατασκεύασμα αλλά το οργανικό μέλος της Δημιουργίας το οποίο τιμά τη θέση του σε Αυτή. Οι παραλογισμοί του εγωπαθούς αλαζονικού δουλικού όντος δεν υπάρχουν πλέον. Ο άνθρωπος δημιουργεί στη γήινη αντιθετική ύπαρξη, αυτή των αντιθέτων όμως χωρίς πλέον να υπάρχουν τα αντίθετα στην ιστορική του ύπαρξη, υπάρχει μόνο το Ένα, η Αλήθεια. Δεν δημιουργεί κόσμο βίας αλλά ειρήνης, κόσμο απομόνωσης αλλά μετοχής, ατομικότητας αλλά αλληλεγγύης, αλαζονείας αλλά σεμνότητας, υπερκατανάλωσης αλλά επιβίωσης, νόμων αλλά αρετής, μίσους αλλά αγάπης, θανάτου αλλά Ζωής. Και αυτά, τα δημιουργήματά του ενώ δημιουργούνται στην αντιθετική πορεία της υλικής ζωής καθεαυτά δεν έχουν αντίθετα στον νέο υπό δημιουργία κόσμο γιατί σε αυτόν δεν υπάρχουν αντίθετα, είναι απλά η Αλήθεια. Ότι συμβαίνει και ό, τι αναπαράγει και διαιωνίζει τον γήινο υλικό κόσμο του θανάτου αντιστρέφεται στον κόσμο του νέου δημιουργού ανθρώπου στον οποίο απαλείφεται και η ίδια η ύπαρξη των αντιθέτων.

Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα και μπορεί να την υποστασιάσει, παντοδύναμος, φέροντας μέσα του τη λάμψη της Ζωής. Αυτή τη λάμψη πρέπει να φανερώσει φωτίζοντας τη Δημιουργία και πιστεύοντας σε αυτή «τώρα προς τώρα» να της δίνει ύπαρξη, ιστορική υπόσταση, φανέρωση και παρουσία. Δεν είναι ένα «πρέπει», είναι η ίδια η Αλήθεια, η συνέχεια της Ζωής, η οποία δεν χαρακτηρίζεται παρά μόνο από τη Σιωπή και το Φως. Εκπληρώνοντας το λόγο της ύπαρξής του ο άνθρωπος είναι η παρουσία του Θεού στον κόσμο, το χέρι του. Στην αγάπη του για τον κόσμο γίνεται η ένυλη παρουσία του Αγαθού σε αυτόν, η παρουσία του Δημιουργού. Η ομοίωσή Του.

                                                                                         ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ

                                                                                          Διδάσκαλος Π. Ε., Θεολόγος

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΧΟΡΔΕΣ

WE ARE LEAVING...GOING HOME