CHRISTIANI: COLLEGIUM ILLICITUS

 Ανατομία μίας Σταύρωσης

Ενότητα B’, Μέρος 3ο

 Christiani: Collegium Illicitus

8/1/2021


 H ιστορία του Διδασκάλου Ιησού στην εκτύλιξή της χωροχρονικά δεν είναι κατά τον θρησκειολόγο Μ. Ελιάντε, παρά μια ασήμαντη ιστορία, ένα μεμονωμένο συμβάν στη χαοτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αρκεί να θυμηθούμε την επανάσταση των σκλάβων, του Σπάρτακου, με την κατάληξη των χιλιάδων εσταυρωμένων επαναστατών που ήταν τόσο πολλοί ώστε αρκετοί από τους στρατιώτες που ορίστηκαν στη διεκπεραίωση του έργου των σταυρώσεων πέθαιναν από την υπερκόπωση της τεράστιας ποσότητος του έργου που τους ανετέθη.

To Πρώτο Επίπεδο

Η οικουμενικοποίηση του χριστιανισμού κατ’ αρχήν δεν έχει σχέση με τη διαφορετικότητα των αποδεκτών παρά με την οικουμενική διασπορά των ισραηλιτικών κοινοτήτων. Τα κηρύγματα της πρώτης κοινότητας του Δευτέρου Επιπέδου πραγματοποιούνται σε συναγωγές με αποδέκτες Ισραηλίτες και οπωσδήποτε αυτό δεν μπορεί να συνέβαινε στο χώρο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της ιστορίας του Ιησού αφού ήδη εκεί ήδη κατά τη διάρκεια της ιστορικής παρουσίας του οι συνομαδώσεις  έχουν ξεχωρίσει και έχουν τεθεί σαφή όρια. Χωρίς να αποκλείεται το πέρασμα από τη μία ομάδα στην άλλη, η κυρίαρχη ομάδα του παραδοσιακού μωσαϊκού νόμου εφαρμόζοντας τη βίαιη καταστολή έθεσε τα σαφή όρια – πλαίσια εντός των οποίων υπάρχει η κάθε πλευρά αλλά και την ισχύ της νομιμότητας της κάθε μιας. Η νέα κοινότητα των Ισραηλιτών επιχειρεί τη δυναμική αναμόρφωση της θρησκείας που είναι και η πολιτική έκφραση του λαού, με τη μεταφορά των εγκόσμιων προσδοκιών της στον πνευματικό κόσμο, της οποίας μεταφοράς όμως τα εγκόσμια αποτελέσματα θα έφερναν και την εγκόσμια αλλαγή. Με το βλέμμα στο υπερπέραν και αντίτιμο τη μεταθανάτια αιωνιότητα η εγκόσμια αλλαγή θα ήταν το αποτέλεσμα το οποίο θα ερχόταν εκ των έξω και άνω θεωρητικά ενώ πρακτικά εκ των έσω και κάτω δια της αλλαγής της στάσης και του τρόπου ζωής στη διαδικασία αναμονής της επανεμφάνισης του Κυρίου Ιησού.

Και εδώ πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να στραφούμε στην ανάρτηση με τίτλο «Οι Τέσσερις Απαντήσεις – Ραβί Ιησούς και χριστιανική κοινότητα», όπου αναφέρονται τόσο ο βασικός άξονας της διδασκαλίας όσο και η πραγματοποίηση αυτής στην πράξη από τον Ίδιο και την εξέλιξή της στην πρώτη χριστιανική κοινότητα. https://thisthanees.blogspot.com/2020/07/blog-post_8.html

Οι απαντήσεις του Ιησού στα σκοπίμως διατυπούμενα ερωτήματα ενέχοντας την αμφισημία, καθώς αποδίδουν την ίδια ευθύνη στον ερωτώντα, ενέχουν και την ερμηνεία.  Ανεξαρτήτως του τρόπου η απόδοσις της φράσης «τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» μπορεί να ερμηνευθεί όχι ως υπακοή στον κοσμικό νόμο ως σύνηθες, αλλά ως αντίσταση. Η εναρμόνιση με το θέλημα του Θεού συνεπάγεται τη ρήξη με τον εγκόσμιο άρχοντα. Ακόμη και η απάντηση στον Πιλάτο ενέχει την αμφισημία μεταθέτοντας όλη την ευθύνη στην κρίση του Πιλάτου. «Συ είπας», δύναται να μη σημαίνει κατάφαση αλλά άρνηση δηλαδή αντί να σημαίνει «αφού το λες εσύ πως είναι δυνατόν να με ρωτάς» αλλά και εσύ το λες, όχι εγώ». Η απόδοση της ερμηνείας των λεγομένων στην κρίση του συνομιλητή είναι σαφές ιδίωμα της διδασκαλίας των διδασκάλων της Ανατολής όπου ο παραβολικός λόγος ανήκει στον τρόπο αυτής. Όμως είτε ευθυτενής είτε παραβολικός ο λόγος του Ιησού τοποθετεί στο κέντρο το συνομιλητή, ο οποίος καλείται να αντιληφθεί το σημαινόμενο. Τον τρόπο αυτό τον συναντούμε όχι μόνο σε διαλόγους εν ώρα κρίσης αλλά και σε στιγμές ανάπαυλας και χαμηλών τόνων. Ο αναμάρτητος που καλείται να ρίξει τον πρώτο λίθο στη μοιχαλίδα και η αμφισημία του «τούτο εστί το σώμα μου» και «τούτο εστί το αίμα μου» σε αντιπαράθεση με την επόμενη φράση «τούτο τελείτε εις εμήν ανάμνησιν», περιλαμβάνουν το νοηματικό περιεχόμενο του αυτοαποκαλούμενου «Υιού του Ανθρώπου». Η συνέχεια των φράσεων αυτών εξετάζεται στο Επίμετρο της «Ανατομίας μιας Σταύρωσης» όπου και ο συσχετισμός με την βαθιά ελληνική παράδοση την οποία επικάλυψαν οι Ολύμπιες Θεότητες και που αφορά και στην ιδιαίτερη σχέση του Ιησού με τους Έλληνες, οι οποίοι ξαναβρίσκουν από άλλο δρόμο ό, τι είχαν απωλέσει.

Το ότι ο Ιησούς επιλέγει τη θέση η οποία ουδεμία σχέση έχει με το διεθνισμό είναι εμφανές εκ της σαφούς αντιτυπικής του εισόδου στο χώρο της πράξης. Η φυγή στην έρημο, η νηστεία και τα οράματα αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό του προφητισμού. Η διαφορετική του τοποθέτηση είναι εξίσου εμφανής. Ο Ιησούς δεν αποκομίζει την εμπειρία του οράματος του Θεού κατά το προφητικό πρότυπο αλλά αντίθετα αντιμετωπίζει το διαβάλλοντα, τον φέροντα το ψεύδος όφι της γενέσεως ο οποίος εγκατακρημνίσθη εις τον τόπον των βασάνων των ανθρώπων. Τα επιχειρήματα του διαβάλλοντα δεν αφήνουν περιθώριο στην κατανόηση, όπως και στη γένεση.  Ο διαβάλλων, ο φορέας του ψεύδους ο οποίος ωθεί στη συμφεροντολογική ατομική ευζωΐα και την καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της παραδείσιας Ζωής, είναι η εξαντικειμενικοποιημένη μορφή του ανθρώπινου λόγου. Η περίπτωση βέβαια, δεν είναι μοναδική, τη συναντούμε σε όλα τα αρχαία κείμενα όπως για παράδειγμα στον Όμηρο όπου η πολεμική φρενίτιδα ή η έκρυθμη νευρική κατάσταση του ήρωα, το «μένος», αποδίδεται στην κατάληψη του ανθρώπινου σώματος από το θεό του πολέμου. Και ο ίδιος ο όφις αποβάλλεται από τον παράδεισο όπως και οι άνθρωποι σαν να είναι δύο ξεχωριστά όντα και συνεχίζει τη δράση του εγκοσμίως.  Και αυτό είναι πολύ φυσικό αφού ο λόγος δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει το φυσικό του φορέα. Ο όφις λοιπόν δεν είναι παρά ο μη διευρυμένος, ο άκαιρα και πριν την ολοκλήρωση του ανθρώπου χρησιμοποιηθείς ανθρώπινος λόγος – ο κοσμικός ανθρώπινος λόγος, ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο στην ενστικτική κατάσταση της ατομικής επιβίωσης. Ακριβώς αυτός ο λόγος, ο όφις της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξε και ο αναφανείς και υπερυψωθείς Λόγος του Διαφωτισμού ο οποίος θέτοντας στο περιθώριο και εργαλειοποιώντας το Θεό πήρε τη θέση του και την εγκόσμια  λειτουργία του και αυτό σχετίζεται με τον τρόπο ύπαρξης της δομημένης ιεραρχικά Εκκλησίας μέσω του διατυπωμένου από αυτήν δόγματος.

Ο Ιησούς λοιπόν φανερώνεται ως ο πληρών  τους όρους της Παλαιάς Διαθήκης. Η αντιτυπική του σχέση με το Μωυσή στην επανατοποθέτηση του Εβραϊσμού με την αποκοσμοποίηση των γήινων δέκα εντολών εμφανίζεται και στην προέλευση των δύο προσώπων.  Η θαυμαστή εμφάνιση και ύπαρξη των δύο (διότι καθόλου δεν είναι τυχαία η εμφάνιση του Μωυσή εκ των υδάτων τα οποία κατά τους Αιγυπτίους αποτελούσαν τη σύνδεση των δύο κόσμων, του Άνω και του Κάτω), ο συσχετισμός των δύο με γυναίκα η οποία φέρει το ίδιο όνομα, Μαρία, ήτοι «γυνή θεόπνευστος», Μυρ(γ)ιάμ κατά τα Εβραϊκά, η θαυμαστή σωτηρία των δύο νεογέννητων φανερώνουν την ταυτότητα της ρίζας τους και ταυτόχρονα την υπεροχή του χωροχρονικά εμφανιζομένου δεύτερου έναντι του πρώτου. Η αναμέτρηση στην έρημο σχετίζεται βέβαια και με την πίστη και τις τελετές καθαρμού που αφορούν στο δαίμονα της ερήμου, όπου προβάλλεται πλέον ο όφις, το γνωστό Αζαζέλ ο οποίος συνδεόταν με το εβραϊκό τελετουργικό της κοινότητας. Ο Ιησούς δεν έχει απλά την προφητική οραματική εμπειρία αλλά έρχεται σε ρήξη με τον αντίπαλο, τον κατανικά στο πνευματικό επίπεδο και ουσιαστικά επανέρχεται στον κοσμικό χώρο, εκεί όπου η πνευματική κατανίκηση θα γίνει συμβάν.

Το Δεύτερο και Τρίτο Επίπεδο

Το ότι ο τοπικισμός σε οικουμενική βάση λόγω της διασποράς ήταν ο χώρος που αρχικά διακινήθηκαν η χριστιανική ελπίδα, προσδοκία και πίστη ως επιχειρούμενη αναμόρφωση του Εβραϊσμού – πληγωμένου και εξασθενημένου εκ των συμφερόντων της άρχουσας τάξης των Σαδδουκαίων και της αποστεωμένης τυπικότητας  στην τήρηση του Νόμου, μαρτυρείται και από τις αναταραχές μεταξύ των Εβραίων της Ρώμης στις αρχές του β΄μισού του πρώτου αιώνα, οι οποίες διαδραματίζονται εις το «όνομα κάποιου Ιησού».

Οι Εβραίοι χριστιανοί ήδη αναγορεύονται σε παράνομη πολιτική οργάνωση, Collegium Illicitus, από τη ρωμαϊκή αρχή. Η απαγόρευση της σύστασης του κολλεγίου έγκειται στο ό, τι θεωρήθηκε παράνομο εξαιτίας των λεκτικών τους διατυπώσεων όσον αφορά στον Ιησού θέτοντας υπό αμφισβήτηση το θεοποιημένο αυτοκράτορα αφού και αυτός προσαγορευόταν διά των ιδίων ονομάτων. Μία αντεστραμμένη αντιστοιχία δηλώνει τη θεωρητική σχέση που διαμορφώνεται: Ο αυτοκράτορας που έχει θεοποιηθεί και ο Θεός που έχει αθρωποποιηθεί.  Τα πεδία και των δύο είναι κοινά όπως και τα ονόματα – κατηγορήματα αυτών. Αν ο αυτοκράτορας θεοποιήθηκε, ο θεός που ανθρωποποιήθηκε θα είναι ο κυρίαρχος του κόσμου. Και αυτά θεωρητικά, γιατί στην πράξη κατηγορίες κατά των χριστιανών για την καταστροφική πυρκαγιά της Ρώμης την ίδια περίοδο έθεσαν και την πρακτική όψη της δράσης των τρομοκρατών χριστιανών.

Η μη τοπικιστική οικουμενικότητα, ο διεθνισμός, φαίνεται να συμβαδίζει με τα μεγάλα πλήγματα που δέχθηκαν οι Εβραίοι κατά την επανάσταση του 66 μ.Χ. από το μετέπειτα αυτοκράτορα Βεσπασιανό το 69 μ.Χ. Αυτός καταστέλλοντας την επανάσταση με τον όλεθρο και την πλήρη εξόντωση που ολοκληρώθηκε από τον υιό του Τίτο το 70 μ.Χ., εκτέλεσε ολόκληρη την τάξη των Σαδδουκαίων καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνη για τα γεγονότα, ως η τάξη των πλουσίων, τοποτηρήτρια της Ρώμης. Έτσι, αφάνισε τους μισητούς αντιπάλους και φονείς του Ιησού – των χριστιανών.

Τα Ευαγγέλια σταθεροποιούνται αυτή την περίοδο και αργότερα γίνονται οι απαραίτητες προσθήκες – μεταβολές ώστε να δηλώνουν τη σύγχρονη κατάσταση και όχι την πραγματική η οποία πλέον δεν υπήρχε. Έτσι, εχθροί του Ιησού εμφανίζονται οι Φαρισαίοι ως οι μόνοι επιζήσαντες των εκτελέσεων και μοναδικοί αντίπαλοι της μερίδας των χριστιανοεβραίων ως εμμένοντες κατά τα πάντα πιστοί στην πατροπαράδοτη εβραϊκή θρησκεία. Η αναφορά σε προσθήκες δεν αποκλείει τις αφαιρέσεις ή απλές μεταβολές που περιπλέκουν και δημιουργούν ένα αδιαφανές στο περιεχόμενο αλλά και στην ίδια του την αφήγηση πέπλο, όχι μόνο ως τέτοιες αλλά και ως προερχόμενες εκ της χρήσης άλλης γλώσσας, ελληνικής αντί ιουδαϊκής. Καθώς η εμπλοκή της εγκόσμιας αλλαγής έχει αποκλειστεί από την ερμηνεία των Ευαγγελίων, δημιουργεί προβληματισμό και συσκότιση των γεγονότων όταν αναδύεται στην πορεία. Στην κορύφωση των γεγονότων, η προδοσία του Ιούδα αφήνει πολλά ερωτηματικά αφού ήταν αδύνατο ένα δημοφιλές πρόσωπο όπως περιγράφεται κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα να χρειάζεται προδότη για να συλληφθεί. Όλοι γνώριζαν τον Ιησού και τη διδασκαλία του. Η κοινότητα ήταν μικρή και η χρήση του όρου προδοσία μένει ανέρειστη. Όμως η χρήση φανερώνει δύο δεδομένα: πως γίνεται προσπάθεια να νοηματοδοτηθεί η ιστορία έτσι ώστε να απεκδυθεί κάθε δημόσια δράση αλλά και να κάνει σαφή τη διάκριση των δύο συνομαδώσεων. Η λέξη Ισκαριώτης κατά την ελληνική μεταφορά της, αποτελεί έναν αναγραμματισμό της λέξης Σικαριώτης. Ισκάρ, ένας απλός αναγραμματισμός της λέξης σικάρ, του μικρού ξίφους το οποίο έκρυβαν οι επαναστάτες Ισραηλίτες κάτω από το μανδύα τους και το χρησιμοποιούσαν όποτε τους δινόταν η ευκαιρία να φονεύσουν ένα ρωμαίο στρατιώτη. Η αποπομπή του σικάριου Ιούδα από τον κύκλο των μαθητών φανερώνει τη ρήξη μεταξύ των Ισραηλιτών ως προς το Μεσσία καθώς μεταβάλλεται η τοποθέτηση της χριστιανοεβραϊκής κοινότητας σχετικά με την παραδοσιακή θρησκεία και την πολεμική της.  Ο ίδιος ο Πέτρος φέρει «μάχαιρα» και τη χρησιμοποιεί κατά τη διαδικασία της σύλληψης. Η θέση του Ιησού στο συγκεκριμένο γεγονός φανερώνει την αλλαγή των θέσεων. Σποραδικά λοιπόν διαγράφονται οι οπές στην ιστορία από τις οποίες προβάλλει μία πολύ διαφορετική εικόνα. Ο χρηματισμός ως αιτία της προδοσίας είναι εντελώς αβάσιμος αφού η ίδια η προδοσία στερείται ερεισμάτων. Όμως έχει γίνει ήδη η προετοιμασία ώστε να παγιωθεί η προδοσία με ποιητική οικονομία στρέφοντας πρωτύτερα την προσοχή στη φιλοχρηματία του Ιούδα,  υπευθύνου δια το κοινό ταμείο, το «γλωσσόκομον».

Στο κείμενο ο Ιησούς δίνει την τελική φόρμα του αποχωρισμού. Στην αντιφατικότατη απόφανση – δήλωση «τούτο εστί το σώμα μου» και «τούτο εστί το αίμα μου» ο Ιούδας είναι παρών και ενώ δηλώνεται η προδοσία του, αποχωρεί. Η αποχώρησή του αποτελεί την αποκοσμοποίηση του μεταγενέστερου δόγματος με την κατά γράμμα τήρηση της δήλωσης ως είναι και όχι ως σχήμα λόγου συμβολικό, αφήνοντας στην πλήρη αντίφαση με τα λεχθέντα την αμέσως επόμενη δήλωση του Ιησού – δήλωση εκκοσμικευμένης δράσης: «τούτο τελείτε εις εμήν ανάμνησιν». Οι προσθήκες αναδεικνύουν πως μετά το 70 μ.Χ., οι χριστιανοεβραίοι αντιλαμβάνονται πλήρως την αδυναμία του εγχειρήματός τους. Η πλειονότητα ακολουθεί την παραδοσιακή τάση πολύ έντονα, αναμένει το Μεσσία, εγκόσμιο στρατιωτικό ηγέτη  κυρίαρχο και νικητή των εθνών, ο οποίος θα οδηγήσει το Ισραήλ στην κορυφή της κυρίαρχης Ισχύος. Οι επόμενες επαναστάσεις αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Στο σημείο αυτό ο χριστιανοεβραϊσμός κάνει το άλμα και μεταπηδά στο χριστιανισμό, ίσως αντλώντας από το παράδειγμα του Ιησού ο οποίος προσπαθώντας να καθοδηγήσει τους ομοεθνείς του στο μονοπάτι της αλλαγής διάλεγε παραδείγματα άδολης και άσπιλης συμπεριφοράς από τους μισητούς τους αλλοεθνείς, καλούμενους Έλληνες δηλαδή ειδωλολάτρες. Υπό την επιρροή του διεθνισμού, η ελπίδα, η προσδοκία και το όνειρο μεταπλάθονται στο Τρίτο Επίπεδο στους υπαρκτικούς λόγους της Εκκλησίας ενώ προσοικειώνονται παράγοντες άγνωστοι στον Ιησού όπως η κλίμακα ανόδου των αναχωρητών με τη σταδιακή άρνηση – αποδέσμευση από τα εγκόσμια κατά αύξουσα βαρύτητα. Το πνεύμα της αλλαγής δεν εμφανίζεται πλέον στην κοινότητα αλλά στους αναχωρητές οι οποίοι στον προς αλλήλους ανταγωνισμό τους δεν έχουν αντίπαλο παρά μόνο την ίδια την υπαρκτική τους οντότητα την οποία και οδηγούν στην τελική της διάλυση. Στην  εξαθλίωση του σώματος αντιβαίνει η υπερτροφία του πνεύματος και η δια ασκητικών ακροτήτων εύρεση της διόδου εξόδου εκ του κόσμου τούτου. Βέβαια, ένα καταπονημένο, άρρωστο και εξαθλιωμένο σώμα δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις και τρομώδη οράματα μέχρι τελικής πτώσεως. Ο ίδιος ο Ιησούς δε νήστευε εκτός των καθιερωμένων εβραϊκών νηστειών . Νήστευσε μόνο κατά τη μεταστροφή του από το θεωρητικό στο επίπεδο δράσης με τα οράματα της πρώτης να αποτελούν την κινητήριο δύναμη της δεύτερης μη καινοτομώντας αλλά ακολουθώντας το πρότυπο του εβραϊκού προφητισμού, την άνδρωση στη θεωρία, τη φυγή στην έρημο, τη νηστεία, τα οράματα και την επάνοδο στον κόσμο προς επίγεια δράση. Η ήδη υπό οργάνωση Εκκλησία προείδε τη διάλυση μέσω του αναχωρητισμού  και τον μετέτρεψε σε ελεγχόμενο ασκητισμό τοποθετώντας σε περίοπτη θέση τους αναχωρητές οι οποίοι εντοπίστηκαν στις σκήτες παύοντας τις ακρότητες μέχρι θανάτου και δημιουργώντας εγκόσμια δείγματα της αναμορφωμένης ανθρωπότητας σε χώρους απόρθητους και ερμητικά απαράβατους. Οι μοναχοί αργότερα μετά την πλήρη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας ως καταλογογραφημένης θρησκείας, αποτέλεσαν και το αντίβαρο στην απληστία των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων καθώς οι μοναστηριακές περιουσίες όλο και αυξάνονταν αφού ο κάθε εξαθλιωμένος μικροκτηματίας προτιμούσε να αφιερώσει το κτήμα του στη μονή και να αποσυρθεί σε αυτή, ζώντας εντός της και εξασφαλίζοντας μία θέση στην αιώνια μεταθανάτια ζωή, καθώς η ζωή του χαρακτηριζόταν από την κοσμική αθλιότητα, τη δουλεία και τον εξευτελισμό.

Και με αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία δεν αποκτούσε ισχύ και κυριαρχία μόνο στις ψυχές του λαού και κυρίως της χαμηλής πάσχουσας τάξης και των δούλων αλλά και στην κατοχή και κυριαρχία φυσικού χώρου, της γης και μεταστρεφόταν, όπως και αποδείχθηκε και από τη θέση της στη διάρκεια της τουρκοκρατίας σε μία απόρθητη, άθικτη γαιοκτητική και ιεραρχικά δομημένη Ισχύ.

 

                                                                                                                                ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ

                                                                                                                                Διδάσκαλος Π. Ε., Θεολόγος

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΧΟΡΔΕΣ

WE ARE LEAVING...GOING HOME