ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η δεύτερη απάντηση
Ραβί Ιησούς και χριστιανική
κοινότητα
Η υποκειμενική
αντίληψη και ερμηνεία και η ετεροχρονικότητα βρίσκονται στα Ευαγγέλια όμως
αυτές είναι που επιβιώνουν στη χριστιανική κοινότητα και διαμορφώνουν την
ιστορική της εξέλιξη στην πραγματικότητα και καθιστώντας την το μοναδικό τρόπο
αναφοράς στο πρόσωπο του Ιησού.
Προσπαθώντας να αντικρύσουμε στον ορίζοντα το μέλλον του ανθρώπου θα καταλάβουμε πολύ σύντομα πως ο τρόπος με τον οποίο ζούμε πρέπει να αλλάξει ριζικά για να υπάρξει ο ορίζοντας αυτός.
Η μοναδική κατεύθυνση πάνω στην οποία μπορεί να δημιουργήσει η ανθρωπότητα χωρίς ερωτηματικά, φόβους και ενδοιασμούς είναι αυτή που δίνεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο τον Ιησού.
Όταν ερωτήθηκε για τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινούμενος ο άνθρωπος είναι ασφαλέστατος αφού βαδίζει στο δρόμο του Θεού, απάντησε πως δύο είναι οι αρχές αυτές αλλά ουσιαστικά μία. Η αγάπη με όλη μας την δύναμη του νου και της ψυχής προς τον Θεό και ή αγάπη προς τον συνάνθρωπο που πρέπει να είναι όση και η αγάπη προς τον εαυτό μας. Άρα μία είναι η βασική αρχή της κοινωνίας του Θεού, η αγάπη. Η κοινωνία που προαναγγέλλει ο Ιησούς δεν έχει καμία σχέση με κοινωνίες που βασίζονται στην υποχρεωτική τήρηση νόμων και διατάξεων ακόμα και με τη χρήση βίας καθόσον η αγάπη αναιρεί κάθε βία και κάθε υποχρέωση. Η αγάπη δημιουργεί ένα καινούριο πνευματικό άνθρωπο πολύ διαφορετικό από τον σημερινό.
Για να εξαγάγουμε κάποια χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το παράδειγμα και τη διδασκαλία του Ιησού και να την παρατηρήσουμε στην εξάπλωσή της χωροχρονικά μέχρι την έναρξη της νόμιμης ύπαρξης της χριστιανικής κοινότητας στο ρωμαϊκό κράτος.
Η πλήρης ενσωμάτωση της αγάπης στον άνθρωπο γίνεται με την πλήρη αποχώρησή του από τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής στην καθημερινή της μορφή. Η χαρακτηριστική ιδιότητα που είναι η βασική αρχή του κόσμου εκφράζεται ως πλεονεξία και μπορεί να είναι η συνεχής προσπάθεια ιδιοκτησίας, περιουσίας οποιουδήποτε είδους, δύναμης, διαφόρων παθών. Αυτή η πλεονεξία φέρνει τους τρόπους της κακής συμβίωσης κακία, εκμετάλλευση, δολοφονία, αχαλίνωτα πάθη, βία, πολέμους, κακοποιήσεις, όλα αυτά δηλαδή που βλέπουμε γύρω μας κάθε μέρα.
Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία της αγάπης διαφέρει εντελώς αφού ο Ιησούς εμφανίζεται να συνδιαλέγεται με γυναίκες και μάλιστα κάποιες ηθών τιμωρήσιμων για την εποχή του, η Μαρία είναι αποδεχόμενη να κάθεται κοντά του και να τον ακούει ενώ ο ίδιος παρατηρεί τη Μάρθα που ασχολείται με δουλειές του σπιτιού, πως έχει πολλές ασχολίες κάτι που όπως φαίνεται από την παρατήρησή του δεν το εγκρίνει. Αυτό είναι πολύ φυσικό γιατί κανείς κατά τον Ιησού δεν μπορεί να έχει δύο αφεντικά αλλά μόνο ένα, οι πολλές ασχολίες απομακρύνουν από τη βασική που είναι η οδός του Θεού. Επίσης, όταν ερωτάται για τους χωρισμούς ζευγαριών η άποψή του είναι πως ο χωρισμός οδηγεί στη μοιχεία δηλαδή σε αμάρτημα οπότε επικροτεί το μη χωρισμό ακολουθώντας την αρχή της Παλαιάς Διαθήκης που διατυπώνει την άποψη πως το ζεύγος είναι σάρκα μία καθώς η γυναίκα δημιουργείται από την πλευρά του ανδρός. Έτσι αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως επικροτείται η μοναχικότητα του ανθρώπου που μέσα από αυτή θα φτάσει στο Θεό και στην περίπτωση ζευγαριού η σταθερότητα της σχέσης και ο μη χωρισμός. Και αυτά πρέπει να τα δούμε με βάση την πλεονεξία και όλα τα κακά που φέρνει καθώς η ασχολία με την εναλλαγή συντρόφων σε κρατάει δέσμιο στα γήινα πάθη.
Όσον αφορά τις κοινωνικές τάξεις κατά τον Ιησού οι πλούσιοι είναι πολύ δύσκολο να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού και υπάρχουν και τα παραδείγματα στα Ευαγγέλια εκείνων που τελούν όλα όσα ο Μωσαϊκός νόμος ορίζει αλλά στο κάλεσμα του Ιησού να τον ακολουθήσουν με λύπη διαπιστώνουν πως αδυνατούν να μοιράσουν την περιουσία τους και να ακολουθήσουν τον Ιησού.
Ο Ιησούς και η ομάδα των μαθητών του που χαρακτηρίζεται από την απάρνηση κάθε ιδιοκτησίας και κατοχής υλικών αγαθών ζουν από κοινού με τις συνεισφορές του κόσμου από την ιδιότητα του Ιησού ως δασκάλου κατά τη συνήθεια της εποχής, δεν φαίνεται να έχουν κάποια άλλη δράση. Η φράση του Ιησού πως δεν πρέπει να μεριμνάμε έχει σχέση με την αποθήκευση περιουσιακών στοιχείων από τους ανθρώπους και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίζει το αύριο, καθότι ο άνθρωπος αν μεριμνά μόνο για την καθημερινή του τροφή θα τη βρίσκει σίγουρα όπως όλα τα ζωντανά του κόσμου. Δεν μιλά για παύση εργασίας αλλά η εργασία να μην έχει σκοπό τον πλουτισμό γιατί πάλι πέφτουμε στο κανάλι της πλεονεξίας ενώ αυτή αποδεικνύεται μάταιη αφού ο άνθρωπος δε δύναται να γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί σε αυτόν κάθε στιγμή, να χάσει τη ζωή του, να γίνει θύμα κλοπής, απάτης και άλλων καταστάσεων πολύ συνηθισμένων στον κόσμο.
Ο Ραβί Ιησούς εμφανίζεται να κηρύττει την επανένωση με τον Πατέρα με μία μόνο λέξη: αγάπη. Αγάπη προς τους συνανθρώπους, όση και για τον εαυτό. Και περισσότερη αγάπη προς το Δημιουργό των πάντων. Και για να γίνει αυτή η αγάπη ο συνδετικός κρίκος στην απωλεσθείσα σχέση ανθρώπου και Θεού ανοίγοντας τις σφραγισμένες πύλες του Παραδείσου και επαναφέροντας τον άνθρωπο στην πραγματική θέση για την οποία δημιουργήθηκε πάλι μόνο ένα είναι απαραίτητο: η ελεύθερη επιλογή η οποία όμως προϋποθέτει ύπαρξη νοήμονα και κριτική. Η επιλογή αυτή είναι το σημείο του οποίου όλη η τεράστια σημασία πέρασε στην αφάνεια όταν ο χριστιανισμός καταλογογραφείται στις θρησκείες – κάτι που δεν ισχύει γιατί ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά ζωή, αναγνωρίζεται με αυτοκρατορικό διάταγμα και γίνεται μέρος της εγκοσμίου Δυνάμεως και Ισχύος. Και αυτό γιατί καμία Ισχύς δεν επιτρέπει στους υπηκόους της την ελεύθερη επιλογή.
Η επιλογή του προσωπικού θέλειν είναι οριακό σημείο της εγκόσμιας ανθρώπινης ύπαρξης αφού επισύρει την απαγγίστρωση από κάθε κοσμική επιρροή η οποία λειτουργεί αρνητικά προς το επιζητούμενο. Κάθε τι το οποίο επιδρά στον άνθρωπο μεταδίδοντάς του την τάση προς απόκτηση, δύναμη, εξουσία, περιουσία, απόκτηση αγαθών υλικών ή πνευματικών, σωματική ή νοητική υπεροχή, κατανάλωση κάθε είδους οδηγεί στη διαστροφή της ύπαρξης η οποία αφιερώνει στη διαφθορά και τη διαστροφή ακριβώς όλη τη ζωτική ενέργεια την οποία κατέχει και η οποία θα την οδηγούσε στην επιστροφή στην Εδέμ. Ωθώντας στα άκρα την προσπάθεια απεξάρτησης, μοιχεία δεν είναι πλέον η παράνομη ερωτική σχέση αλλά απλά και μόνο η σκέψη λαγνείας προς ένα πρόσωπο. Η νηστεία εμφανίζει τη γενικευμένη έννοια της αποχής από κάθε τι που οδηγεί στη διαστροφή και όχι απλά από το φαγητό. Η αποχή από το φαγητό δίνει τη δυνατότητα φανέρωσης ενός ευαίσθητου και ευσυγκίνητου αλληλέγγυου ανθρώπου αποβάλλοντας τη γνωστή ανθρώπινη αδιαφορία και σκληρότητα. Αν εννοήσουμε τη νηστεία με τη γενικευμένη έννοια βλέπουμε πως ό, τι σχετίζεται με τη ζωή στον κόσμο με μια απειροελάχιστη μεταβολή κυριαρχεί αποκλείοντας τον άνθρωπο από την ηθική τελείωση. Η μεταβολή αυτή πρώτιστα γίνεται νοητικά καθώς ο αποκλεισμός συμβαίνει όχι μόνο όταν κυριαρχεί η ασωτία στην πράξη αλλά στο νου ενός φαινομενικά νηστεύοντος. Κι αυτό όχι γιατί η κάθε υπερβολή είναι κατ’ ανάγκη εκ φύσεως κακή αλλά όπως όλα τα υλικά αγαθά εγκλωβίζει τον άνθρωπο στερώντας τη δυνατότητα διεύρυνσης της συνείδησης και εξύψωσης σε μία υπαρκτική κατάσταση η οποία εφόσον εξελίσσεται κοινωνικά στην ολική αναδόμηση της κοινωνίας.
Ο Διδάσκαλος Ιησούς γνωρίζει πόσο δύσκολη ή και ακατόρθωτη είναι η απαγγίστρωση από τα εγκόσμια αγαθά. Και είναι τόση η προσπάθεια ώστε και ο ίδιος υποφέρει εντόνως δακρύζων καθώς προσευχόμενος προς τον Πατέρα επιζητεί τη ζωή και την αποφυγή του θανάτου. Και εδώ βρίσκεται στο οριακό σημείο της μέγιστης επιλογής την ύστατη στιγμή εντός της έντασης που τον διακατέχει. Τελειώνοντας το λόγο προς τον Πατέρα επιλέγει καθώς επαφίεται στο πατρικό θέλημα. Απορρίπτοντας κάθε εγκλωβισμό στα υλικά αγαθά του κόσμου τούτου χωρίς όμως να τα αρνείται καθώς η ζωή του εμφανίζει αυξάνουσα κοινωνικότητα, δεικνύει την οδό της αλήθειας της οποίας η φανέρωση γίνεται ακριβώς στην απαλλαγή από το τελευταίο υλικό βάρος, τον εαυτό Του, ως άνθρωπος. Αυτή είναι και η αληθής έννοια του σημείου του σταυρού, η σταύρωση του εαυτού χάριν του Άλλου, η απόθεση του εαυτού στο θέλημά Του. Και αυτό ουδ’ όλως σχετίζεται με την αυτοκτονία η οποία πραγματοποιείται από τον εαυτό και δια τον εαυτό. Το ξεπέρασμα των ορίων της υλικής ύπαρξης χάριν του Άλλου γίνεται εκ και δια της αγάπης προς τον Άλλο και ό τι αποδίδει το λαμβάνει υπέρ του μέτρου. Η ζωή κάθε στιγμή αρνείται το θάνατο. Η εκούσια απόδοση της ζωής χάριν του Άλλου, συγκεντρώνει την άπειρη δύναμη και ενέργεια που περικλείει η ζωή. Προσφέρει τη ζωή εκ της αγάπης και λαμβάνει τη ζωή ως αγάπη και όχι μόνο τη λαμβάνει ως άνθρωπος αλλά καθώς έχει απαλλαγεί από το υλικό βάρος αποτελεί τον άνθρωπο της καθαρής και αμόλυντης ενέργειας της συμπαντικής δύναμης ζωής.
Β. Χριστιανική κοινότητα
Μετά την Ανάσταση του Ιησού η Αποστολική κοινότητα εμφανίζεται να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Δεν υπάρχει ιδιοκτησία, ζουν όλοι μαζί, με κοινά γεύματα στα οποία όλοι συνεισφέρουν, υπάρχει η αποδέσμευση από κατοχή υλικών καθώς όλα τα περιουσιακά στοιχεία των συμμετεχόντων γίνονται κοινά. Εμφανίζεται όμως μία αρχικά ελάχιστη διαστρωμάτωση: οι διάκονοι που ασχολούνται με τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Επίσης εμφανίζεται μία ενδεικτική σκλήρυνση στάσης προς εκείνους που δε συμβαδίζουν με την κοινοκτημοσύνη. Βέβαια όλα γίνονται στο πλαίσιο της αγάπης και της ύπαρξης της κοινότητας. Η σχέση με τις γυναίκες δε μπορεί να καθοριστεί σαφώς. Αυτό μπορεί να γίνει μερικές δεκαετίες αργότερα από τις Επιστολές κυρίως του αποστόλου Παύλου στις οποίες φαίνεται πως η εξάπλωση του χριστιανισμού στον κόσμο της καθημερινότητας φεύγοντας από τα στενά όρια μιας κοινότητας επιφέρει προβλήματα, εξ ου και οι συμβουλές προς τις γυναίκες και τους άνδρες για τη μεταξύ τους σχέση αλλά και με τα παιδιά, προς τους δούλους και τους κυρίους τους, προς τους εργαζόμενους σχετικά με την εργασία τους.
Όπως είναι φανερό η αγάπη δεν μπορεί να εξαπλωθεί σε ένα κόσμο που ορίζεται από τις αντίθετες αρχές της πλεονεξίας και του κακού. Ακόμα περισσότερο φανερώνεται η αδυναμία της ύπαρξης μιας τέτοιας κοινωνίας όταν η Εκκλησία γίνεται νόμιμο μέλος της κοινωνίας και παρατηρείται η προσπάθεια – εκτός εξαιρέσεων- τήρησης των κανόνων της με μεγάλη σκλήρυνση της συμπεριφοράς και την προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων όπως έχουν. Έτσι για παράδειγμα γίνονται σύνοδοι τοπικοί της Εκκλησίας στο Βυζάντιο (335μ.Χ.) για την φρονιμοποίηση των δούλων τους οποίους οι αφέντες τους εκμεταλλεύονταν βάναυσα και αυτοί δραπέτευαν προσπαθώντας να σωθούν, παράλογο αφού είναι χριστιανοί και οι δούλοι και οι αφέντες και η σχέση τους έπρεπε να είναι σχέση αγάπης.
Είναι φανερό πως η κοινωνία της αγάπης δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν διαλυθεί εντελώς η κοινωνία του μίσους που επικρατεί και πάντα επικρατούσε. Αυτό τονίζεται με έμφαση στην Αποκάλυψη του Ιωάννου όπου το Νέο Βασίλειο του Θεού που εγκαθιδρύεται από τον Ιησού μετά τη μάχη με τον Αντίχριστο δημιουργείται σε καινούργια γη και καινούργιο ουρανό και όχι στην ήδη υπάρχουσα που θέλει να πει πως ο κόσμος πρέπει να αποσυντεθεί πλήρως για να επανασυντεθεί σωστά, πράγμα που αφορά στην αλλαγή και των ίδιων τα σωμάτων των ανθρώπων τα οποία είναι διαφορετικά κάτι που τονίζεται στη διδασκαλία του Ιησού αλλά και του Αποστόλου Παύλου, αφού και αυτά, τα σώματα, είναι παράγωγα της θνητής ύπαρξης και όχι της αθάνατης. Ζώντας στην κοινωνία της αγάπης δεν υπάρχουν οι ανάγκες που δημιούργησαν την παλαιά κοινωνία.
Ας θυμηθούμε την εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές μετά την Ανάσταση. Η όλη του εμφάνιση δεν είναι αναγνωρίσιμη γι’ αυτό τους δείχνει τα σημάδια του μαρτυρίου. Το σημαντικότερο όμως είναι πως εμφανίζεται κεκλεισμένων των θυρών. Δεν άνοιξαν οι πόρτες για να περάσει στο εσωτερικό, παρουσιάστηκε μπροστά τους, μίλησαν, τον άγγιξαν και έφαγε μαζί τους έχοντας την ύπαρξη των προσώπων της κοινωνίας της αγάπης.
Στην κοινωνία της αγάπης όλοι οι άνθρωποι ενωμένοι πνευματικά με τον Ιησού και μέσω αυτού με τον Πατέρα Αυτού γίνονται οι ίδιοι Αγάπη, Φως, είναι οι αιώνιοι Υιοί του Φωτός.
Η λύτρωση από τα εγκόσμια βάρη επεκτείνεται με αρχή την πρώτη χριστιανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα αποκτώντας αντιπροσωπευτικές κοινότητες στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυξάνοντας γρήγορα την πραγμάτωση της νέας κοινωνίας αγάπης παρ’ όλα τα εμπόδια που εμφανίζονται στις κοινότητες και που είναι πολύ φυσικά αφού το επιζητούμενο είναι στην ουσία εξώκοσμο. Γιατί είναι αδύνατο να δημιουργηθεί ένας νέος αγνός και αμόλυντος κόσμος αγάπης στον παλαιό κόσμο της αδικίας, της εκμετάλλευσης, της βίας και της διαφθοράς. Είναι αναγκαίος καινός ουρανός και καινή γη.
Η δομή της πρώτης κοινότητας των Αποστόλων δεν είχε καμία σχέση με την προηγούμενη κοινότητα του Διδασκάλου Ιησού. Όπως διαφαίνεται στις Πράξεις την διακατείχε οργανωτική ορθότητα και αυστηρότητα η οποία γίνεται αντιληπτή από την περίπτωση του Ανανίου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Απόστολοι ως Ισραηλίτες είχαν μια συγκεκριμένη πολιτισμική παράδοση, το Μεσσιανισμό. Είναι ατόπημα να σκεφτούμε πως αυτό δεν ίσχυε για τους Αποστόλους καθώς ήδη την εποχή του Νέρωνα στη Ρώμη συμβαίνουν ταραχές μεταξύ παραδοσιακών Ισραηλιτών και των νεωτεριζόντων χριστιανών Ισραηλιτών. Εδώ η πολιτική πράξη και η θρησκευτική διαπλέκονται τόσο που είναι αδύνατο να ξεχωρίσουν.
Καθώς οι συνθήκες ζωής στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν για τις χαμηλές τάξεις ό, τι χειρότερο μπορούσε να υπάρξει, είναι φυσικότατη η ανάπτυξη των χριστιανικών κοινοτήτων που διακατέχονται από ταχεία επάνοδο του Υιού του Θεού Ιησού και το ξεκαθάρισμα όλων των απλήρωτων ποτισμένων με δυστυχία και αίμα λογαριασμών. Και ενώ οι καταδυναστευόμενοι ωθούνται σε ζωτικής δύναμης αναμονή οι Απόστολοι ανησυχούν καθώς αντιλαμβάνονται πως η πολύ γρήγορη πορεία των κοινοτήτων στις οποίες ο αριθμός των πιστών δεν ήταν ακόμα τόσος ώστε η ύπαρξή του να δημιουργήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία και αποσάθρωση της Ρώμης παρόλη τη βία που θα ασκούσε. Καθώς οι νεοφώτιστοι περιμένουν με αγωνία τη Δευτέρα Παρουσία σταματώντας τις δραστηριότητές τους και αναμένοντας την επάνοδο του Νικητού Ιησού, ήδη ενεργοποιούν την αντίστροφη μέτρηση όχι μόνο για τους ίδιους ως άνθρωποι αλλά και για το ρωμαϊκό κράτος του οποίου ανεξαρτήτως των σφαγών που σίγουρα θα λάβαιναν χώρα, οι λειτουργικές δομές θα κλονίζονταν από την παύση – άρνηση εργασίας ελευθέρων και δούλων, κάτι το οποίο εκφράζεται με την άρνηση προσκύνησης του αυτοκράτορα ως θεού που στην πραγματικότητα όμως σήμαινε την οικονομική κρίση στην οποία θα βυθιζόταν το ρωμαϊκό κράτος.
Οι επιστολές των Αποστόλων προς τα μέλη των κοινοτήτων περιέχουν παροτρύνσεις είτε προς ελεύθερους, είτε προς δούλους προς τη μη παύση εργασίας αφήνοντας περισσότερα χρονικά όρια στην Δευτέρα Παρουσία. Στοχεύουν έτσι στην αποφυγή χαρακτηρισμού του χριστιανισμού ως παράνομη πολιτική οργάνωση της οποίας επιδίωξη ήταν η ανατροπή της Ρώμης. Αποδείχθηκε πως η στάση τους δεν απέδωσε γιατί ούτε οι σφαγές αποφεύχθηκαν ούτε και το χαρακτηρισμό των χριστιανών ως παράνομο κολλέγιο, ενώ αν είχαν ωθήσει σε αύξουσα επιτάχυνση της πορείας των κοινοτήτων ίσως η εξέλιξη των γεγονότων να ήταν διαφορετική. Και αυτό επειδή γνωρίζουμε τους χριστιανούς να κατακρεουργούνται από τα θηρία στα στάδια με άρνηση του υλικού εαυτού παραδίδοντας τον στον Μεσάζοντα μεταξύ ανθρώπου και Πατέρα, Ιησού, σίγουροι για την αιώνια ζωή που κέρδιζαν. Πιθανότατα με τις ίδιες απώλειες, αν επιζητείτο, τα αποτελέσματα να έφερναν απρόσμενες εκπλήξεις. Ταυτόχρονα, η μετάθεση της Δευτέρας Παρουσίας στο μέλλον σε συνδυασμό με την όλο και ισχυροποιούμενη θέση και οργάνωση της όλο και πιο πολύ εκκοσμικευμένης Εκκλησίας η οποία συγκροτεί τον Κανόνα των παραδεκτών ως γνησίων από αυτήν Ευαγγελίων και λοιπών Βιβλίων ανάμεσα στον κυκεώνα των εγγράφων που κυκλοφορούσαν έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών γνωστικών ομάδων από χριστιανούς που αποχωρούν από την κύρια κοινότητα καθότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν μεταθέτοντας συνεχώς την ανατροπή της κοινωνικής τάξης, την βάση στην οποία στηρίχτηκε η δημιουργία της χριστιανικής κοινότητας, τη Νέα Ιερουσαλήμ. Και ενώ προσπαθούν να συντομεύσουν την πορεία του κόσμου προς το τέλος με διάφορους τρόπους οι οποίοι επεκτείνονται προς διάφορα πεδία, χρησιμοποιώντας την δημιουργική ώθηση του φωτός με αντίθετη φορά καταβυθίζονται όλο και περισσότερο στο σκότος καθώς ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Υπήρξαν πολύ σημαντικοί γνωστικοί μεγάλης πνευματικής εμβέλειας μα τα δημιουργήματά τους διαπλεκόμενα με την τελετουργική πρακτική των κοινοτήτων οι οποίες έρχονταν σε σύγκρουση με τη ζωή ως αέναη δύναμη του σύμπαντος δεν είχαν καμία δυνατότητα να προωθήσουν οποιαδήποτε αντίδραση σε γενικό κοινωνικό επίπεδο παρόλη την θεωρητική τους ισχύ. Και ο λόγος περί των θεωριών κοινοκτημοσύνης του Επιφάνη.
Όπως και να έχει, οι χριστιανοί διώχτηκαν ως παράνομοι, τρομοκράτες, πολιτικά οργανωμένοι με στόχο την κατάλυση της Ισχύος της Ρώμης, μιας μορφής παγκοσμίου ισχύος τότε, την αμφισβήτηση της παντοδυναμίας της με κορυφή την άρνηση της λατρείας του αυτοκράτορα την οποία αρνούντο πεισματικά καθώς χρησιμοποιούνταν για αυτόν τα κατηγορήματα του Θεού των.
Το οριακό σημείο της μεταβολής του κόσμου φτάνει όταν μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ των τετραρχών κάνοντας τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ορατή πλέον, ενώ τα μέλη των κοινοτήτων των κατά τόπους Εκκλησιών, είναι πλέον πάρα πολλά σε μια οργανωμένη κατά τόπους Εκκλησία.
Η αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας από τους εσωτερικούς πολέμους και η καταβύθισή της στο χάος, σήμαινε την εξύψωση της χριστιανικής κοινότητας, την επάνοδο της δικαιοσύνης και τιμωρία των αδικούντων το λαό. Όμως η αυτή η εξέλιξη διακόπτεται απότομα από τη στροφή του Κωνσταντίνου για ευνόητους λόγους προς την στήριξή του από το χριστιανισμό. Ο ίδιος ο χριστιανισμός βιώνοντας ως νίκη τη συμφεροντολογική στροφή του Κωνσταντίνου, αυτοαπατάται, μεταστρέφει το νόημά του όταν αναγνωρίζεται από το ρωμαϊκό κράτος και καταλογογραφείται ως θρησκεία που σημαίνει μία από τις θρησκείες του κόσμου τούτου, ο οποίος θα παραμείνει ως έχει υπό την εξουσία του σκότους τρεφομένου από το αίμα του φωτός, διατηρώντας την άσβεστη προσδοκία της Νέας Ιερουσαλήμ, τη βασική προϋπόθεση της ύπαρξής της, σε αδράνεια, ενώ η Ισχύς δια του ελιγμού της ενσωμάτωσης του χριστιανισμού, κερδίζει ένα κύκλο ύπαρξης - δημιουργίας, εξέλιξης ακμής και παρακμής, μιας ακόμη χιλιετίας.
Οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων στις τοπικές συνελεύσεις, οι επίσκοποι, πάλι καλούν τους σκλάβους να μη δραπετεύουν και να εργάζονται καθώς οι τελευταίοι ως χριστιανοί δεν αποδέχονταν το χριστιανό αφέντη, δυνάστη της ρωμαϊκής ελίτ. Τους καλούν όχι αυτή τη φορά για να αποφύγουν τη βία της εξουσίας αλλά εξ ιδίων συμφερόντων καθώς πλέον η Εκκλησία αποτελεί αναπόσπαστο στέλεχος της Ισχύος έχοντας τη χειραγώγηση ενός πολύ μεγάλου αριθμού πιστών.
Και αυτό μέχρι τις μέρες μας.
ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου