ΣΚΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Ανατομία μίας Σταύρωσης
Ενότητα B΄, Μέρος 5ο
Σκλαβιά και Εξέγερση
18/1/2021
Ο Μωάμεθ καταλαμβάνοντας και το κέντρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Πόλη, κάτι που όριζε και την ταυτότητά του ως συνεχιστή αυτής, ξεκαθάρισε τον πολιτικοκοινωνικό χώρο από όλους εκείνους οι οποίοι θα είχαν τη δυνατότητα, ενεργώντας με τον ένα ή άλλο τρόπο, είτε προς ανατροπή του, είτε στήνοντας μηχανορραφίες εφόσον τους απέδιδε θέσεις ισχύος.
To Πέμπτο Επίπεδο
Οι ευγενείς, οι οποίοι αποτελούσαν και τη μορφωμένη – λόγια τάξη, οι πλείστοι των οποίων μετά τα γεγονότα των σταυροφοριών και την επανακατάληψη της Πόλης αλλά κυρίως μετά τη Σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας, δήλωναν απερίφραστα την προτίμησή τους προς τον Οθωμανό ηγέτη παρά προς τη Δύση και τον Πάπα ο οποίος αποτελούσε τη μοναδική πιθανότητα χειρός βοηθείας για την ψυχορραγούσα αυτοκρατορία – Πόλη αφού ουσιαστικά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στην κτήση ελαχίστων πλέον εδαφών και κυρίως της Πόλης.
Είναι γεγονός πως η τελευταία νύχτα πριν την άλωση αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτηματικά όσον αφορά στο υπερφυσικό φως που αποχωρίστηκε από την Πόλη προς τον ουρανό δίνοντας στο Μωάμεθ, ο οποίος είχε αποφασίσει την επόμενη μέρα να λύσει την πολιορκία καθώς η κατανάλωση τόσων δυνάμεων εμψύχων και αψύχων για την κατάκτησή της δε δικαιολογούνταν πλέον, την ώθηση για την τελευταία επίθεση. Βέβαια, η κοινή γνώμη με πρωτοστατούσα την Εκκλησία απέδωσε στο φως αυτό τον αποχωρισμό της θείας χάριτος ή την εγκατάλειψη της Πόλης από τη Θεοτόκο, κάλλιστα όμως θα μπορούσε να είναι ένα μήνυμα – σήμα μέσα από την Πόλη προς τον Μωάμεθ, πως την επομένη οι πόρτες θα ήταν ανοιχτές, καθώς είναι γνωστή η ευρηματική αποτελεσματικότητα των βυζαντινών στην εκτόξευση ευφλέκτων υλών. Οι ευγενείς ήταν εκείνοι οι οποίοι ουσιαστικά ήταν σε θέση να λάβουν υψηλές θέσεις από τη νέα ηγεσία αφού γνώριζαν το κάθε τι διαδικαστικό οργάνωσης και διοίκησης, κάτι εντελώς νέο για τους Οθωμανούς. Όμως οι ευγενείς εκτελέστηκαν και όχι μόνο οι κεφαλές των οίκων αλλά και οι οικογένειές τους. Οπωσδήποτε την τύχη αυτή ακολούθησαν και πολλοί άλλοι λόγιοι οι οποίοι εκτελέστηκαν, όσοι θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν αναταράξεις στην ανακαινισμένη αυτοκρατορία. Η επιλογή του αφανισμού από το κοινωνικό πεδίο των προσώπων αυτών άφησε ελεύθερο το χώρο σε εκείνους που θα αναλάμβαναν την ηγεσία των κατεχομένων αλλά και στα λαϊκά στρώματα τα οποία είχαν σχέσεις εξάρτησης από τους ευγενείς.
Η επιλογή της Εκκλησίας ως της ηγεσίας των κατεχομένων αποτέλεσε εξαιρετική επιλογή για τον Οθωμανό ηγέτη. Η Εκκλησία εκ του δόγματός της θα μπορούσε να στηρίξει την χωρίς επαναστάσεις και αντιδράσεις συνύπαρξη κατεχόντων και κατεχομένων, δεν αποτελούσε σημείο αναφοράς ως εθνικό σύμβολο καθώς η οικουμενική οικουμενικότητα βρισκόταν στο κέντρο του δόγματος, σταθερά προσηλωμένη στην κοσμολογία και θεολογία της χωρίς νεωτερισμούς που θα μπορούσαν προκαλέσουν αναταράξεις, ταξικά διαχωρισμένη κάθετα και οριζόντια από τον υπόλοιπο λαό καθώς μόνο τα χαμηλά λαϊκά στρώματα είχαν απομείνει, ασκούσε τεράστια επίδραση στον τελευταίο, είχε οργανωτικές δομές που κανένα ηγεσιακό σχήμα ευγενών δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει χωρίς την επίκλησή της, οι δομές της ήταν δοκιμασμένες για αιώνες και φυσικά συνέχιζε να είναι η τοπική αυτοκρατορική γραφειοκρατία ελέγχοντας και καταλογοποιώντας γεννήσεις και θανάτους και βέβαια ζώντες και περιουσιακά στοιχεία αυτών προς φορολόγηση.
Eξ’ άλλου, οι χριστιανοί ως συμπεριλαμβανόμενοι στο Κοράνι ως και οι Εβραίοι με την υπόδειξη πως απλά έκαναν ένα λάθος οι μεν στο πρόσωπο του Ιησού οι δε στον αναμενόμενο Μεσσία μπορούσαν να έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τους ισλαμιστές ως κατεχόντων την πλήρη αλήθεια. Το λάθος των χριστιανών εδώ έγκειται στο ότι δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού έναν εκ των προφητών αλλά τον θεοποίησαν ενώ ο τελικός προφήτης που έφερε και την πλήρη γνώση ήταν ο Μωάμεθ.
Ο Ιησούς αναγνωρίζεται λοιπόν στο Κοράνι, ως ένας εκ των σπουδαίων προφητών η δε μητέρα του χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από τη μουσουλμανική κοινότητα. Έτσι ο δύο θρησκείες μπορούν να συνυπάρξουν (και ο εβραϊσμός ως ιδιαίτερος κλάδος ο οποίος σχετίζεται με το χριστιανισμό αλλά και με την καταγωγή του μουσουλμανισμού εκ του Αβράαμ), ως ανήκουσες στον κοινό κορμό της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο. Βεβαίως αυτή η συνύπαρξη εμπεριείχε την επιβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα λαϊκά στρώματα τα οποία εκ των ασχολιών τους και δια αυτών αποτελούσαν και τον οικονομικό παράγοντα βιωσιμότητος της αυτοκρατορίας.
Το δέλεαρ δεν ήταν λίγο για τους εκκλησιαστικούς άνδρες οπότε συνεπάγεται και ο ανταγωνισμός στην απόκτηση των εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Οι δωροδοκίες για την κατάληψη θέσεων ήταν πολύ συνηθισμένο γεγονός. Φυσικά η κάλυψη των θέσεων προσπόριζε πλούτη και ευελιξία αλλά πάντα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψιν η ευθύνη για οποιαδήποτε ανωμαλία εντός του κράτους από της πλευράς των κατεχομένων. Έτσι το εκκλησιαστικό κέντρο υπογραμμίζει την ταπεινότητα και υπακοή στο σουλτάνο αντλώντας από τα ερμηνευόμενα χωρία εκ του παραδείγματος του Ιησού.
Καθόλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας πολλοί είναι οι ανώτεροι και ανώτατοι κληρικοί οιοποίοι εκτελέστηκαν και με αποτρόπαια βασανιστήρια χωρίς να έχει αποδειχθεί η ανάμιξή τους σε κάποια στάση ή αναταραχή. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη παρά την φυσική συνέπεια του υπό τον κυρίαρχο τοποτηρητού, όπως ακριβώς συνέβαινε και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Βεσπασιανός και Τίτος μετά την καταστολή της εβραϊκής εξέγερσης του 66 μ. Χ. εκτέλεσαν ολόκληρη την τάξη των Σαδδουκαίων οι οποίοι όχι μόνο δεν είχαν καμία ανάμιξη στην εξέγερση καθώς ήταν αντίθετη των συμφερόντων τους αλλά και προσπάθησαν παντοιοτρόπως να τη σταματήσουν, όχι μόνο κατά τη διάρκεια αλλά και πριν την έναρξή της. Εννοείται πως όντας η Εκκλησία ο ηγέτης των κατακτημένων διατήρησε τα προνόμια και την περιουσία αυτής. Οι μονές μετά των περιουσιών αυτών συνέχιζαν να λειτουργούν όπως και πριν την αλλαγή της κοσμικής εξουσίας.
Αν όμως η Εκκλησία λόγω του αντιτίμου της αιωνίου ζωής μετά θάνατον έγινε αποδεκτή από το λαό ως πολιτική ηγεσία, καθόσον μάλιστα αποτελούσε μία σχέση γνωστή και οικεία διαρκείας αιώνων, δε συνέβη το ίδιο με τους εντόπιους γαιοκτήμονες οι οποίοι σε συνδυασμό με την Εκκλησία ανέλαβαν τις κατά τόπους συνδιαλλαγές με κεντρικό άξονα τη φοροσυγκομιδή και ό, τι άλλο απαιτούμενο από την εξουσία. Οι τοπικοί προύχοντες το εγνώριζαν πολύ καλά αυτό και για να έχουν ήσυχο ύπνο δημιούργησαν γύρω τους ένα κύκλο πελατών παραχωρώντας τους κάποια δικαιώματα ή διευκολύνσεις που τους βοηθούσαν να ζήσουν καλύτερα και βέβαια να στηρίζουν τους ευεργέτες τους είτε ως εργαζόμενοι σε αυτούς είτε απλά δίνοντας την υποστήριξή τους όταν αυτοί κατηγορούνταν – κάτι πολύ σύνηθες, για κτηνωδίες εις βάρος του λαού. Ανάλογο πελατειακό σύστημα δημιούργησαν και οι πρώην κλέφτες και νυν αρματολοί. Ολόκληρα χωριά αποτελούσαν τους πελάτες του κάθε καπετάνιου αρματολού ώστε να του δίνουν τη στήριξή τους καθώς τους είχε υπό την προστασία του, αν και στην πράξη τους απομυζούσε. Έτσι δημιουργείται η κάστα της πατριάδος η οποία στο μέλλον δημιούργησε κενό χώρο για το σχηματισμό της πολιτικής ελίτ ώστε το σύστημα να είναι πλήρως αντικραδασμικό (Ανατομία μιας Σταύρωσης, Ενότητα Α΄, Μέρος 2ο, Πατριά και Ελίτ).
Και τα δύο συστήματα, των προυχόντων γαιοκτημόνων κοτζαμπάσηδων και των αρματολικίων απέβησαν κλειστά κληρονομικά συστήματα μεταβίβασης της εξουσίας αποτελώντας κέντρα γύρω από τα οποία τοποθετούνταν οι πελάτες αξιακά κατά την απόσταση από το κέντρο σε διάφορες περιφέρειες, μέσα στη διαιώνιση της προδοσίας, των παραχωρήσεων, των ανταλλαγμάτων και φυσικά του κέρδους. Και η Εκκλησία τους αγκάλιαζε όλους, όλοι ήταν τέκνα της ως η ετέρα Αρχή και οι αντιπρόσωποί της παρεβρίσκοντο σε κάθε συμβούλιο – σύναξή τους. Ως Αρχή έπαιρνε πάντα το μέρος τους και πάντα ο λαός πονούσε και υπέφερε περιμένοντας τη μεταθανάτια δικαίωση. Γιατί, για να πραγματοποιηθεί η αφαίρεση ή η ελάφρυνση υποχρεώσεων από κάποιους πρέπει να τη ζεύξεις σε κάποιους άλλους και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, εφόσον λογοδοτείς σε μία ανώτερη Αρχή, υπόχρεος εις αυτήν.
Το μένος, η κατηγορία, η κακία, η εκδίκηση δεσπόζουν καθώς εκρήγνυνται επαναστατικές δράσεις. Ειδικά αν εις αυτήν εμπλέκεται εκκλησιαστικός άνδρας όπως ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος τον οποίο οι τοπικοί προύχοντες κατονόμαζαν με φθόνο Σκυλόσοφο, οι τελευταίοι παίρνουν μέρος στην καταστολή της εξέγερσης και πράττουν τα χείριστα, χειρότερα της Εξουσίας. Υπό αυτή την οπτική για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιοι από τους κυριαρχούμενους ζουν πολύ καλά, οι πελάτες τους έχουν μία ζωή δίχως τα βάσανα που θα είχαν αν δεν ήταν, ο λαός που δεν ανήκε στους πελατειακούς κύκλους υπέφερε μαρτυρικά και η Εκκλησία ήταν ευχαριστημένη εκπληρώνοντας την ουσία της ως η γέφυρα προς την αιωνιότητα αφού πλέον πάρα πολλοί ήταν εκείνοι που διάβαιναν τη γέφυρα μετά θάνατον υπομένοντας κάθε λογής μαρτύρια.
Φυσικά η Εκκλησία φρόντιζε πάντα να κρατεί αλώβητη και την τελευταία στιγμή του δόγματος, κάτι το οποίο την έκανε να τηρεί εχθρική και συνάμα καταδικαστική στάση προς τους εξ Ευρώπης επιστημονικούς νεωτερισμούς και όχι μόνο και ο λόγος περί της ανάπτυξης μέσω του Διαφωτισμού του αστικού πνεύματος – νεωτερισμοί οι οποίοι έθεταν σε κίνδυνο το όλο της οικοδόμημα νοητικό και πρακτικό όπως έδειξα στην ανάπτυξη του αστικού μοντέλου (Ανατομία μιας Σταύρωσης, Ενότητα Α΄, Μέρος 3ο, Αστικό και Μαζικό Μοντέλο), ήτοι Δόγμα και Εκκλησία, κάνοντας τα θεμέλιά της να τρίζουν επικίνδυνα. Η άνοδος του ανθρώπινου λόγου, η εξύψωση της έλλογης λειτουργίας πάνω από τη φύση αν και εξαρχής οδηγούσε ακριβέστατα στην καταστροφή τόσο της φύσης όσο και του ίδιου του ανθρώπου ως στοιχείου και οργανικού μέρους αυτής, υπέπεσε στο εσκεμμένο(;) ατόπημα να αντιδιαστείλει το λόγο από τη φύση της οποίας ήταν δημιούργημα. Όμως, στη συγκεκριμένη στιγμή, καθώς ο αγώνας εξελισσόταν κατά του φεουδαλικού – θεολογικού οικοδομήματος δεν υφίσταντο τέτοιες φοβίες οι οποίες παρακάμπτονταν έντεχνα. Το μέλλον προοιωνιζόταν λαμπρό για τον άνθρωπο ο οποίος οριζόταν πλέον χειριστής της φύσης απαλλαγμένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος παραβλέποντας πως ο χειρισμός της φύσης ήταν και ο χειρισμός του ιδίου.
Εκείνο πάντως το οποίο ήταν ξεκάθαρο δεν είναι παρά το ότι ο Θεός υπόκειται και αυτός στον ίδιο εξορθολογισμό εξαρτώμενος και αυτός από το λόγο, στη διαδικασία στην οποία ο λόγος οργανώνει, αρχίζει και τελειώνει, πράγμα που υποδεικνύει τη μη χρεία των εκπροσώπων του Θεού επί της γης. Και αυτό ήταν ανεπίτρεπτο για την Εκκλησία, την ισχυρότατη και ώριμη εγκόσμια υπερκόσμια Εξουσία.
Ήταν λοιπόν αδύνατη η εκκίνηση μιας πραγματικής εκ των έσω επαναστατικής δράσης αφού οι έχοντες και κατέχοντες οι οποίοι ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να την οργανώσουν αποτελεσματικά δεν ανέχονταν ούτε να ακούσουν για κάτι τέτοιο. Όλες οι επαναστάσεις – εξεγέρσεις (και είναι αρκετές), που πραγματοποιήθηκαν ως το 21 αφορούσαν στα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων οι οποίες κινούσαν τα νήματα κατά τα ίδια. Όσο διακυβεύονταν τα συμφέροντα αυτά ήταν παρούσες. Μια αλλαγή κατεύθυνσης στις κινήσεις της μιας επέφερε ανακατανομή και ανακατάταξη ενεργειών. Εννοείται πως ουδείς δεν ελάμβανε υπόψιν την εξέγερση την οποία είχαν υποκινήσει και διαδραματιζόταν στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι απλά οι Έλληνες κατέληγαν στο σφαγείο. Όσο για μικροεξεγέρσεις που έγιναν από το λαό δεν πρόλαβαν λόγω της έλλειψης βασικών μέσων πολέμου και την αντίθεση των προυχόντων καν να εκκινήσουν. Υπό αυτές τις συνθήκες καμία απελευθερωτική κίνηση η οποία να οργανωθεί σε ρεαλιστική βάση και να εκκινήσει εκ της βάσης αυτής, δεν ήταν εφικτή.
H Φιλική Εταιρία διαπνεόμενη από την ανάδυση και διάχυση των ιδεών του Διαφωτισμού διαφέρει ριζικά από όλες τις προηγούμενες δράσεις απελευθέρωσης κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου για τις δύο κυρίαρχες εξουσίες, την τάξη των προυχόντων και της Εκκλησίας. Η συνεχής και έντονα εκφραζόμενη άρνηση κάθε επαναστατικής δράσης από μέρους τους, από τους μεν αρνητικά ως πλήρης απόρριψη και θετικά ως η αναβολή επί το σιγουρότερον, από τους δε αρνητικά ως καταδίκη αφοριστική της δράσης και θετικά ως νουθεσία δια εγγράφων λόγων προς τους κατεχομένους στα οποία εξαίρεται το πάθημα εν πλήρη υπομονή υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, κατά το παράδειγμα του Ιησού, πάθημα το οποίο επιφέρει μεταθανατίως το έπαθλο της αιωνίου ζωής και σωτηρίας, το οποίο οι πιστοί θα αποκομίσουν ακολουθώντας το πρότυπό Του και υπομένοντας τον ακάνθινο στέφανο και το σταυρό του μαρτυρίου.
Οι δύο τάξεις συναντώνται και συνδιαλέγονται τακτικότατα οι δε δολοφονίες όσων εκ της Φιλικής Εταιρίας ενέσπειραν και διέσπειραν τον κακό σπόρο αποτελεί θέμα των συνάξεων, όπως συμβαίνει στο σχέδιο δολοφονίας του Παπαφλέσσα ο οποίος έχοντας κληθεί να λάβει μέρος σε μία τέτοια σύναξη, ουσιαστικά εκλήθη στην εκτέλεσή του, σχέδιο το οποίο απέτυχε καθώς αυτός έχοντας πληροφορηθεί ή αντιληφθεί το ενέργημα περικύκλωσε τον τόπο σύναξης και τους εκτελεστές του οι οποίοι θα αναλάμβαναν την εξολόθρευσή του εφ’ όσον αυτός δε συνετιζόταν από τα λεγόμενα στη σύναξη. Στο τέλος διαφεύγει σώος αφού μετά την σύναξη τους απειλεί ο ίδιος με εκτέλεση. Παράλληλα με όλες τις διαπλοκές με τους προύχοντες, η Εκκλησία σπεύδει να διαβεβαιώνει τους κατά τόπους Οθωμανούς αξιωματούχους για την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να δείχνουν στις κυρίαρχες τοπικές δυνάμεις και τον απόλυτο έλεγχο τον οποίο ασκούν στα λαϊκά στρώματα.
Παρ’ όλα αυτά η επανάσταση ξεκινά αν και ουσιωδώς διαφοροποιημένη από το αρχικό σχέδιο των Φιλικών περί της ευρύτερης επανάστασης στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις φρόντιζαν συνεχώς να ενσπείρουν και διασπείρουν τη διχόνοια μεταξύ των παραγόντων της επανάστασης ήδη από την έναρξή της στη Μολδοβλαχία η οποία συνεπικουρούμενη από την αφοριστική καταδίκη της Εκκλησίας οδηγείται σε αποτυχία και πλήρη διάλυση παρά τις προσπάθειες των επιζώντων οπλαρχηγών οι οποίοι καταλύονται εξουθενωμένοι από τη συνεχή καταδίωξη και την τοπική απάθεια.
Αντίθετα, στον Ελλαδικό χώρο, η επανάσταση εξεγείρει πυκνά στρώματα λαού και ανδρώνεται καθόσον οι τουρκικές τοπικές δυνάμεις είναι εντοπισμένες σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και αδύναμες στην αντιμετώπιση των επαναστατών ενώ οι κύριες τουρκικές δυνάμεις στρατοπεδεύουν αρκετά μακριά από τν Πελοπόννησο όπου διαδραματίζονται τα κύρια γεγονότα και χρειάζονται αρκετό χρόνο προετοιμασίας και προπαρασκευής για τη μετακίνησή τους, στοιχείο το οποίο αποτελεί θετικό παράγοντα για την άνδρωση της εξέγερσης. Υπό αυτές τις συνθήκες η επανάσταση ουσιαστικά εκτυλίσσεται στην Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα ενώ στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο καταστέλλεται ταχύτατα από τις στρατοπεδεύουσες εγγύτατα στρατιωτικές δυνάμεις.
Οι δύο κυρίαρχες τάξεις παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα και συνειδητοποιώντας πως η κατάσταση εξελίσσεται εντελώς διαφορετικά από τις μέχρι τούδε, αφού ο λαός, ούτε τους προκρίτους περιμένει, ούτε ανακόπτεται από τη στάση της επίσημης Εκκλησίας – πολιτικοθρησκευτικής ηγεσίας και αυτό πρέπει να τονιστεί καθώς πολλοί μετέχοντες της Εκκλησίας ακολούθησαν την προσωπική τους επιλογή και ενσωματώθηκαν στην εξέγερση, σπεύδουν να καταλάβουν τις ηγετικές θέσεις ώστε τουλάχιστον να διασώσουν αυτά τα οποία θα έχαναν οπωσδήποτε από την λαϊκή βούληση και δύναμη. Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε χωρίς ίσως να το αντιληφθεί αλλά και εκ του συντηρητικού πνεύματος που υπερισχύει συνηθέστατα σε καίριες στιγμές λήψης αποφάσεων και δράσης, στήριγμά τους θεωρώντας πως θα ενσωματωθούν στην εξέγερση και έχοντας κατά νου την ιδέα της ολικής επανάστασης κάτω από άλλη εστίαση. Υπεύθυνος για τα δραματικά επακόλουθα της παρεμβολής του όταν μεσολάβησε ώστε να ματαιωθεί η εκτέλεση των προυχόντων από τους επαναστάτες, βίωσε πολύ σύντομα και ο ίδιος τη λανθασμένη οπτική του στις διώξεις και φυλακίσεις του.
Ήδη από την Πρώτη Εθνοσυνέλευση οι προύχοντες γαιοκτήμονες σε απόλυτη συμφωνία με την Εκκλησία έχουν εδραιώσει μεν τη θέση τους ως άρχουσα τάξη, καθοδηγητές και ηνίοχοι του αγώνα, επιβοηθούμενοι από τη δράση αδιάφορων καιροσκόπων – κερδοσκόπων όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Ι. Κωλέττης οι οποίοι τους αποδίδουν την πολιτική ευελιξία που δεν διέθεταν, φέρνοντας ταυτόχρονα στο προσκήνιο τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και δημιουργώντας την τεχνητή πόλωση από την αρχή σχεδόν της επανάστασης καθώς οι επαναστάτες χωρίζονται σε ομάδες που εκπροσωπούνται από τους παρατρεχάμενους των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η μεταστροφή της γνήσιας λαϊκής εξέγερσης σε επάγγελμα απομακρύνει το γνήσιο επαναστατικόέμψυχο υλικό, το λαό, από την επανάσταση ενώ πλέον ο πόλεμος διεξάγεται δια των οπλαρχηγών και των προσωπικών τους στρατιωτικών σωμάτων, αυτά που διέθεταν εκ των προτέρων ως αρματολοί ή κλέφτες, επί πληρωμή, όπως και οι καραβοκυραίοι πλοιοκτήτες οι οποίοι μισθώνονται σε κάθε επαναστατική δράση που μετέχουν τα πλοία και τα πληρώματά τους. Ήδη από το τέλος του πρώτου χρόνου της επανάστασης έχει προδιαγραφεί το μέλλον της Ελλάδας – εφόσον τελικά θα ανεξαρτητοποιούνταν, ως ένα κράτος πελατειακών σχέσεων, συμφεροντολογικών ανταποδοτικών συναλλαγών, υποτελές των Μεγάλων Δυνάμεων και χωρίς πραγματική κοινωνική υπόσταση, ένα κράτος δολοπλοκίας και ένα εργαλείο προς επίτευξη αλλότριων στόχων. Έτσι, οι δημόσιες γαίες, τα απελευθερωμένα εδάφη των οποίων η κατανομή στο λαό αποτελούσε το πάγιο αίτημά του εξ αρχής της εξέγερσης παρέμεναν αμοίραστες έως να βρεθεί η κατάλληλη χρονική συγκυρία συνθηκών ώστε να περάσουν στην κατοχή της δεσπόζουσας τάξης παρανόμως αλλά πάντα με νομικό πέπλο και πατριωτική ενδυμασία όπως ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια των γεγονότων της πολιορκίας του Μεσολογγίου.
H κατάληψη των ηγετικών θέσεων από τους προύχοντες μεθοδεύτηκε ήδη στην Πρώτη Εθνοσυνέλευση με τη νόμιμη βάση του κανονισμού περί αντιπροσώπων, διαρθρώνοντάς τον όπως τους εξυπηρετούσε. Οποιαδήποτε παρέμβαση πλέον ήταν αδύνατη και ο διαχωρισμός των τάξεων πλήρης – πράγμα το οποίο οδήγησε στα έκτροπα των εμφυλίων κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Ταυτόχρονα, περιθωριοποιείται η δράση των κατεξοχήν επαναστατών, των Φιλικών και όλο το εγχείρημα συνοδεύεται από διώξεις, περιορισμούς, απόπειρες δολοφονιών και δολοφονίες των ίδιων και των οπλαρχηγών που τους ακολουθούσαν. Στη διαδικασία αυτή η Εκκλησία κρατά σταθερότατα θέση δύο όψεων. Κατ’ αρχήν μετά των προκρίτων και κατά δεύτερον μετά των Οθωμανών, ανεξαρτήτως προσωπικών περιπτώσεων εξόχων κληρικών. Στη μία μορφή χρησιμοποιείται η λογική της απαρασάλευτης τάξης πραγμάτων και στην άλλη ο διεθνισμός και η οικουμενικότητα προς τον κρατισμό.
Ο παραλογισμός που επικρατεί και η αδυναμία συνεύρεσης κοινής πολεμικής διαφαίνεται σε κάθε σημείο του αγώνα τουλάχιστον από όσα έχουν καταγραφεί. Οι πλούσιοι προστατεύουν και αυξάνουν τα αγαθά τους με τον ευκαιριακό κερδοσκοπισμό όπως στην περίπτωση του πρώτου δανείου από την Αγγλία, οι αρματολοί γέρνουν ευκαιριακά προς κάθε κατεύθυνση συμπεριλαμβανομένης και της Οθωμανικής, οι τυχοδιώκτες δρουν συμφεροντολογικά υπό την καθοδήγηση των Μ. Δυνάμεων. Η σύλληψη του Ο. Ανδρούτσου αποκαλύπτει ξεκάθαρα την καθοδήγηση του πρώτου του παλικαριού, Γκούρα, από κατασκόπους των Ξένων Δυνάμεων, όταν οι τελευταίοι μετά τη σύλληψη του Ανδρούτσου επιχειρούν τη δολοφονία των στελεχών της κλειστής ομάδας του, συμπεριλαμβανομένης και της κόρης αυτού. Δρομολογούνται λοιπόν καθοδηγητές τυχοδιώκτες από το εξωτερικό, όπως ο Τ. Κόχραν, οι οποίοι πληρώνονται αδρά από το ελληνικό επαναστατημένο έθνος, δρουν καθαρά κερδοσκοπικά προωθώντας ταυτόχρονα τα ξένα συμφέροντα έχοντας ήδη αρκετή εμπειρία στο ενεργητικό τους καθώς είχαν χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες καταστάσεις σε άλλα μέρη της γης και τελικά δολοφονώντας μαζικά ή ατομικά σε συνεργασία με τους επιχώριους διεκδικητές και κατόχους της εξουσίας. Ο τελευταίος που θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, ο Καραϊσκάκης, αντιλαμβανόμενος το σωστό και δίκαιο μετά από τις εμπειρίες των εσφαλμένων επιλογών του παρελθόντος, έχει την ίδια τύχη.
Ενώ οι συνομιλίες και συμφωνίες με τους ξένους περί δημιουργίας ψευδοκράτους υποτελούς στους Οθωμανούς δίνουν και παίρνουν, ο πλοιοκτήτες αρνούνται να αγωνιστούν χωρίς πληρωμή, οι δημόσιες γαίες περνούν στα χέρια των προυχόντων και το Μεσολόγγι διαγράφεται από το χάρτη του συμφωνηθέντος κρατιδίου αφού δεν ανήκει στα όριά του, χάρτη τον οποίο καταθέτει ο Άγγλος εντεταλμένος στην τουρκική αρχή. Και αυτή ήταν η προσφιλέστερη ευκαιρία για την εκποίηση των γαιών οι οποίες περνούν στους προύχοντες παρανόμως και εξεφτελιστικώς δια ομολόγων μηδενικής αξίας και αυτό προς τη στήριξη του Μεσολογγίου η οποία ποτέ δεν έγινε.
Η απελευθέρωση αποτελεί πλέον όνειρο θερινής νυκτός αρχής γενομένης εκ της μετοίκησης στην Αίγυπτο Ελλήνων σκλάβων από τον Ιμπραήμ και καθώς όλες οι επαναστατικές εστίες έχουν σβήσει και ό, τι αναμένεται είναι μόνο εξ ουρανού, δεδομένης της πλήρως κατεστραμμένης γης και του δια βασανιστηρίων και εκβιασμών κυνηγητού, το οποίο έχουν εξαπολύσει αρκετοί προύχοντες προς το λαό προς αποδοχή της Οθωμανικής αρχής και εξουσίας.
Ένα τυχαίο γεγονός όμως δίνει μια ασυνήθιστη τροπή στην εξέλιξη των συμβάντων καθώς η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ευαισθητοποιημένη από τη σφαγή του Μεσολογγίου το υποδέχεται με θέρμη, όχι άσχετη με την ολοένα ισχυρότερη επικράτηση του αστικού μοντέλου. Ο Άγγλος ναύαρχος Ε. Κόδριγκτον, παρά τις σαφείς εντολές που είχε, δεν τις κρατεί αμετακίνητα, αλλά μέσα στην ευκαιριακή όξυνση των ψυχικών του διεργασιών οδηγεί στο αποτέλεσμα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Αν διερευνηθεί η τύχη του ναυάρχου μετά τα επίσημα λογίδρια και τις εικονικές απονομές παρασήμων θα αντιληφθούμε το μέγεθος της καθαρά προσωπικής του δράσης: Τελειώνει τη ζωή του εργαζόμενος σε μία άσημη πρεσβεία της Ανατολικής Ευρώπης.
Όμως το Ελληνικό ζήτημα έχει λάβει άλλες διαστάσεις. Η επιβολή του αστικού μοντέλου στην Ευρώπη, ποδηγετεί τα γεγονότα, το ανθρωπιστικό ιδεώδες και η ηθική του αστού δεν ανέχεται τις σφαγές τουλάχιστον από τους Οθωμανούς, η ενοχλητική για τις Μ. Δυνάμεις ύπαρξη του σουλτανάτου πορεύεται στη διάλυση και το κυριότερο: Τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων δεν μπορούν να συνδυαστούν με την κάθοδο της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο εκ του τεκταινομένου ρωσοτουρκικού πολέμου.
Έτσι, η δημιουργία ενός αυτόνομου και όχι υποτελούς κρατιδίου όπως είχε καταχωρηθεί, δορυφόρου των συμφερόντων τους γίνεται πραγματικότητα. Η Ελλάδα ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος, του σουλτάνου πιεζομένου εκ των Ευρωπαϊκών Μ. Δυνάμεων καθώς οι ίδιες πιέζονται εκ της ρωσικής καθόδου την οποία η Ρωσία προτίθεται να σταματήσει αν εκτός των άλλων τα οποία απαίτησε, η Ελλάδα ανακηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος. Το θέμα πλέον δεν είναι η ανεξαρτησία της Ελλάδας αλλά ποια πλευρά θα προλάβει να επιτύχει αυτήν ώστε να προωθήσει τα συμφέροντά της. Και όχι μόνο ανεξάρτητο αλλά ανεξάρτητο χριστιανικό κράτος με κοσμική και θρησκευτική αρχή, απαλείφοντας μια μικρή σε χρόνο σπουδαία σε περιεχόμενο και ενοχλητική παρένθεση: Αυτήν της διακυβέρνησης του Ιωάννου Καποδίστρια.
ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Διδάσκαλος Π. Ε., Θεολόγος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου