ΤΟ ΔΟΓΜΑ

 Ανατομία μίας Σταύρωσης

Ενότητα B΄, Μέρος 4ο

 To Δόγμα

12/1/2021

Δια και εξ αυτής της υποδομής όπως διατυπώθηκε στο Μέρος 3ο της Ενότητας Β΄, δημιουργείται το Τέταρτο Επίπεδο υπό την προστασία και ευλογία της Ισχύος ήτοι του αυτοκράτορα, με σημείο εκκίνησης τον Μ. Κωνσταντίνο ο οποίος, για ευνόητους λόγους τη χρονική περίοδο που η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στις μάχες των τετραρχών ουσιαστικά βρισκόταν σε αποσύνθεση, οικειοποιείται την Εκκλησία και βέβαια όλο το έμψυχο δυναμικό της εξασφαλίζοντας τη νίκη. Έτσι χρησιμοποιεί εντέχνως το κοσμικό έμψυχο υλικό της Εκκλησίας το οποίο είχε πλέον διατρήσει το Μιθραϊκό κατασκεύασμα του ρωμαϊκού στρατού, όχι όμως χωρίς να προσαρτήσει στοιχεία του, όπως την 25η Δεκεμβρίου, ημερομηνία γέννησης του Μίθρα.  Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το έμψυχο χριστιανικό δυναμικό βλέποντας τον πόθο του να παίρνει μορφή επαφίεται στον ενθουσιασμό του στην αυτοκρατορική βούληση χάνοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία του που το χαρακτήριζαν, τα στοιχεία της νέας κοινωνίας αγάπης.

To Τέταρτο Επίπεδο

Η ασκητική αυτή υποδομή περί της οποίας έγινε λόγος στο Μέρος 3ο της Ενότητος Β΄, είναι παρούσα υπαρκτικά μόνο έν δυνάμει στην εν πράξει απουσία αυτής, αφού η εγκόσμια παρουσία της ακολουθεί τη διαδικασία συγκρότησης της οργάνωσης πανδιαστατικά στο χώρο. Αξιωματούχοι, εντεταλμένοι, κέντρο και περιφέρεια με ό, τι συνοδεύει την οργανωμένη και θεσμικά κατοχυρωμένη κάστα, παιδεία, προνόμια, παρασκήνια, συμφέροντα, μηχανορραφίες και πλεκτάνες για την πρόσκτηση θέσεων και αξιωμάτων, διωγμοί αλλοθρήσκων, δολοφονίες, καταστροφές αρχαίων ναών, παύση αρχαίων σχολών. Μόνο η εύνοια, εύνοια – ανάγκη του αυτοκράτορα μπορεί να εισαγάγει διαπλοκές με την πολιτική εξουσία. Αυτή ήταν μόνιμη, από τη στιγμή που το αντίπαλο δέος, η Εκκλησία της Ρώμης δεν ανταγωνιζόταν ή εποφθαλμιούσε μόνο τον πατριαρχικό θρόνο ο οποίος κατηγορείτο για τις μη επαρκείς ιστορικές του προϋποθέσεις σε σχέση με τα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιερουσαλήμ και Ρώμης τουλάχιστον, ώστε να είναι η κεφαλή αυτών (και του πατριαρχείου Αλεξανδρείας το οποίο διαπλέκεται αρκετά με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους), αλλά και τον ίδιο τον αυτοκρατορικό θρόνο πράγμα το οποίο αποδεικνύεται την περίοδο των σταυροφοριών με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ τριακόσια χρόνια πριν ηχεί ξεκάθαρα η ρήση του αυτοκράτορα Λέοντα του Ισαύρου προς τον πάπα της Ρώμης κατά την περίοδο της εικονομαχίας, όπου η παπική εξουσία αφήνει κατά μέρους τις παραινέσεις και οργανώνει εκστρατεία κατά του αυτοκράτορα με τη δικαιολογία της υποστήριξης των εικονολατρών.  Η ξεκάθαρη στάση του Λέοντα διαμηνύει πως θα τον σύρει δεμένο στην Πόλη ενώ ως απόδειξη των λεχθέντων του αφαιρεί από την κυριότητα του τα κτήματα του Νοτίου Ιλλυρικού.

Όσο γιγαντώνεται η Εκκλησία, τόσο αποδυναμώνεται το κράτος εφόσον ο χριστιανισμός καταδεικνύεται ως η ύστατη χείρα βοηθείας προς τον άμοιρο πλέον πολίτη (sic!). Οι δεινοπαθούντες πολίτες προτιμούν να δωρίζουν την μικρή τους περιουσία, η οποία σε τελική ανάλυση αποτελούσε γι’ αυτούς ένα τεράστιο βάρος – βάρος που όσο πιο μικρή ήταν η περιουσία τόσο πιο αβάστακτο γινόταν, που τους οδηγούσε στην υπερεκμετάλλευση και δουλεία, σε ένα μοναστήρι και να ασκητεύουν σε αυτό παρά να είναι υποχείριο των απλήστων ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων, δούλοι στη δική τους γη αυτοί και τα παιδιά τους και υπό την επαχθή κρατική φορολογία του κέντρου το οποίο απαρτίζεται από την αφρόκρεμα ευγενών, κληρικών και αξιωματούχων των οποίων η θέση είναι σαφώς καθορισμένη: ο κληρικός γίνεται αξιωματούχος ενώ κατάγεται από οίκο ευγενών.

Η στάση του λαού αυτή, η φυγή στις μονές, δεν είναι παρά μια άλλη μορφή των χριστιανών του Δευτέρου Επιπέδου ή των γνωστικών ομάδων του 1ου και 2ου αιώνα. Απλά δεν ήταν διατεθειμένοι να συνεχίσουν τη διαιώνιση του μαρτυρίου. Αποσυρόμενοι εντός των μονών ουσιαστικά έβαζαν σε λειτουργία τα γρανάζια της εγκόσμιας αλλαγής. Οι γνωστικοί αυτοκτονούσαν αν δεν δολοφονούνταν από τους ρωμαίους, αποσύρονταν η κάθε ομάδα με τον τρόπο της ή τον τρόπο της Εξουσίας.  Οι πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτοκτονούσαν ως κοσμικές υπάρξεις δεδομένου του τρόπου συγκρότησης της κοινωνίας, υποβαθμίζοντας όμως έτσι τη βιωσιμότητα του κράτους, πράγμα το οποίο στην πορεία πιθανόν – και αυτό εξαρτάται από την ιεραρχικά δομημένη Εκκλησία αν αυτή κατάφερνε να επιβιώσει εξακολουθώντας να έχει την κυριότητα στις μονές αλλά και από τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας στις γειτονικές περιοχές που δε θα έμεναν ανεπηρέαστες, θα κατέληγε στην εγκόσμια παρουσία και ύπαρξη της Νέας Ιερουσαλήμ και αυτά με το βλέμμα στραμμένο στη μεταθανάτια αιωνιότητα και την προσωπική σωτηρία. Το σίγουρο πάντως είναι ένα: η αποσάθρωση της αυτοκρατορίας.

Στο Επίπεδο αυτό, διασαφηνίζεται το εκκλησιαστικό δόγμα τιθεμένων των ορίων του δια των Οικουμενικών Συνόδων, όχι χωρίς τη χρήση βίας κάποτε, όπως στην περίπτωση της βίαιης αποπομπής των μονοφυσιτών επισκόπων στην 4η Οικουμενική Σύνοδο.

Η βασική και ολική δομή της Θεότητος είναι τα τρία ομοούσια πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Όσο και αν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την ισότιμη ομοουσιότητα στα Ευαγγέλια του Κανόνα, δεν δυνάμεθα αν δε χρησιμοποιήσουμε τη λογική αρχή της ταυτότητος.

Η τριαδικότητα της δογματικής οδού μπορεί να εκφραστεί με το απλούστατο νοητικό κατασκεύασμα το οποίο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής, όσο αιρετικός και αν χαρακτηριστεί ο συμβολισμός καθότι η διατύπωση του δόγματος εδραιώθηκε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία διηθημένη από το φίλτρο των Αλεξανδρινών και Νεοπλατωνικών φιλοσόφων. Βέβαια, ένας τέτοιος συμβολισμός θα μπορούσε να διατυπωθεί και από τους Πατέρες της Εκκλησίας γι’ αυτό και ουδέποτε ελέχθη. Η παρούσα θέση όμως και το εγχείρημα αυτής επιτρέπει τη διατύπωση.

ΠΑΤΗΡ – ΝΟΥΣ                  ΥΙΟΣ – ΝΟΗΤΟ                                   ΠΝΕΥΜΑ – ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Αυτό το τόσο οικείο στον άνθρωπο χαρακτηριστικό – εγγενές σε αυτόν, που συνιστά και την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου κατά το σύστημα των αριστοτελικών ουσιών και της διαβάθμισής τους, το οποίο προσελήφθη και εχρησιμοποιήθη έως εξαντλήσεως από τη Θεολογία, γίνεται δια κεκρυμμένου τρόπου το προπύργιο του χριστιανικού δόγματος. Ουδείς δύναται να ξεχωρίσει τα τρία ιδιώματα του λόγου αφού δεν μπορεί να υπάρξει νοητό χωρίς νου ή νοητική ενέργεια, ούτε νους χωρίς νοητό και νοητική ενέργεια, ούτε νοητική ενέργεια χωρίς νου και νοητό. Πλατωνική οπτική και ξεκάθαρη Αριστοτελική παγίωση δομεί το ακίνητο κινούν εν τη εσωτερική κινήσει αυτού στη δομική του ακινησία χωροποιημένο στον ανθρώπινο εγκέφαλο και υπεύθυνο κάθε εξωτερικής κίνησης – δράσης.

Αντιστρόφως, από την κοσμική δράση εκ της θεοφαγίας οδηγεί στον ενθεϊσμό. Η κατά τους λόγους του Διδασκάλου Ιησού «ανάμνηση» μεταστρέφεται στην αδιάλειπτη σταύρωση που καταλύει το χρόνο αφού έκτοτε δεν σταμάτησε. Ο Ιησούς σταυρούται συνεχώς και οι πιστοί τρώγουν τη σάρκα και πίνουν το αίμα αυτού γενόμενοι ένθεοι. Και στο σημείο αυτό πρέπει να δοθεί η πρέπουσα προσοχή. Κατά το ορθόδοξο δόγμα η ύλη της μετάληψης εξ ου και Θεία Μετάληψη δεν αποτελούν τύπο – σύμβολο αλλά καθεαυτό το σώμα και το αίμα του σταυρωθέντος. Έτσι η σταύρωση τελείται συνεχώς, από όπου και τα Τίμια Δώρα. Όμως είτε θεωρήσουμε τη συνεχώς επαναλαμβανόμενη σταύρωση ως μονιμότητα στο άχρονο πεδίο προς χαρά της μαζικής κοινωνίας, είτε ως επανάληψη στο χωροχρόνο, γιατί μόνο αυτοί οι δύο τρόποι υπάρχουν, το απόρημα που προκύπτει είναι ένα: Αφού η Εκκλησία δεν αποτελεί πλέον τον τύπο του σταυρωθέντος , οι χριστιανοί δε μαρτυρούν ούτε διώκονται αλλά διατρανώνουν την αλήθεια εν ισχύ και δυνάμει εγκοσμίως, πώς οδηγούνται και γιατί να συνεχίζουν την άχρονη ή χωροχρονική σταύρωση του Ιησού, δεδομένου του ότι όχι μόνο γνωρίζουν πως είναι άδικη αλλά και αντίθετη πλέον στη διδασκαλία Του; Με άλλα λόγια η Εκκλησία και δι’ αυτής οι πιστοί συνεχίζουν με τη θέλησή τους να σταυρώνουν τον Ιησού καθώς σώμα και αίμα θεωρούνται στην κυριολεξία αυτών, αντί να κηρύξουν την παύση της αδικίας αυτής η οποία πλέον εξ αυτών και δι’ αυτών διαιωνίζεται εις τον αιώνα. Αν η ισχύς και δύναμη της Εκκλησίας φανερώνει τη νίκη του Ιησού τότε δεν αφήνει χώρο για καμία σταύρωση πλέον και καμία μετάληψη αληθούς σώματος και αίματος. Δεδομένης της νίκης επί της αδικίας, της παύσης όλων όσων τη συγκρότησαν ο Ιησούς επανεμφανίζεται πλέον όχι ως ο αδικημένος αλλά ως ο νικητής θέτοντας τα πλαίσια και όρια της Νέας Κοινωνίας. Είναι ευνόητο πως κανείς δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο διότι αυτό συνάπτεται με την αλλαγή των στοιχειακών σχέσεων που συγκροτούν τον κόσμο της αδικίας και αθλιότητας και την πτώση της Ισχύος, πολιτικής και θρησκευτικής αφού πλέον η χρεία τους δεν υφίσταται καθώς η πτώση τους συνοδεύεται από την εκκοσμίκευση της παραδείσιας ζωής, της Κοινωνίας της Αγάπης του Διδασκάλου Ιησού. Έτσι, κατά βούλησιν, η σταύρωση συνεχίζεται όπως και η αδικία και αθλιότητα υπό την ευλογία της πολιτικής και θρησκευτικής Ισχύος.

Είναι ορατή η πλήρης αντιστροφή η οποία δημιουργείται με τη μεταφορά της Εκκλησίας ως επισήμου φορέα ενός οργανωμένου κράτους. Αντιστροφή η οποία θέτει στη λήθη το ουσιακό βασικό αίτημα του κηρύγματος και της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, καθώς η πίστη και προσήλωση στην επικείμενη μεταθανάτια σωτηρία δημιουργούσε ήδη βήμα προς βήμα την εγκόσμια σωτηρία. Καθώς οι δύο καταστάσεις αλληλοσυνδέονται, η εμμονή στη μία, η παραμονή στην αδικία της σταύρωσης, η επανάληψη των ίδιων τραγικών συμβάντων, η διατήρηση της ζώνης της αμαρτίας που κάθε σταύρωση πρέπει να ακυρώσει, όπως κηρύσσεται, καταργεί εντελώς την εγκόσμια αλλαγή, και αν δεν υπάρξει αυτή δε υπάρχει ούτε η μεταθανάτια.

Τα μυστήρια ως τέτοια, καλύπτουν τα κενά που αφήνει το δόγμα αφού είναι ανέγγιχτα από κάθε έλλογη διερεύνηση. Οι τελεστές των μυστηρίων δύνανται να έχουν ανά χείρας τη μεταθανάτια τύχη του ανθρώπου η οποία διαμορφώνεται από τους ίδιους κατά την εγκόσμιο παρουσία του. Οι χιλιάδες λέξεις που γράφτηκαν για την αποσαφήνιση του δόγματος δεν ήταν παρά η προσπάθεια διά του λόγου να κρατηθεί μακριά από την πίστη στο Λόγο κάθε λόγος που θα παρέπεμπε στη θύραθεν σκέψη η οποία όμως τέλος - τέλος ήταν παρούσα στη συγκρότηση του δόγματος.

Θα λέγαμε: Προσπαθώ να διατηρώ τον εαυτό ανέγγιχτο από τον εαυτό διά του εαυτού.

Τα όρια που ορίζονται συγκλίνουν σε ένα αποτέλεσμα: Ο άνθρωπος πρέπει – μπορεί να σωθεί επομένως το δόγμα διαμορφώνεται έτσι ώστε να σώζεται. Εξ αυτού του εστιακού σημείου το δόγμα χαρακτήρισε και απέδωσε στον Ιησού  όλα εκείνα τα ιδιώματα που ήταν απαραίτητα για το εγχείρημα αυτό. Το ίδιο συνετέθη και με τα λοιπά πρόσωπα της Τριάδος. Οποιαδήποτε παρέκκλιση συνιστά αίρεση. Έτσι διαπιστώνουμε και την πολιτική πράξη στην Εκκλησία αφού αποδεχόμενη το διάλογο μετά της παπικής καθολικής, μεταφέρει το επίπεδο της πολιτικής πλεκτάνης και συναλλαγής στο διάλογο, καθόσον ρητά και ξεκάθαρα η διασάφηση του δόγματος της παπικής εκκλησίας επιφέρει μόνο το σχίσμα των δύο εκκλησιών ενώ το πρέπον θα ήταν η καταδίκη της μιας από την άλλη ως αιρετική. Η συναλλαγή της σκοπιμότητας πιστοποιείται με την αποδοχή και χρήση του όρου «καθολική» ο οποίος εκφράζει το καθόλου, το παν και από τις δύο εκκλησίες. Παρουσιάζονται λοιπόν παράδοξα δύο καθολικές εκκλησίες, διαφορετικές δογματικά αλλά καθολικές, οι οποίες παρά το σχίσμα αποδέχονται η μία την άλλη. Παρά τη βαθύτατη ρήξη στο δογματικό επίπεδο, η ουσία και των δύο, το είναι τους, είναι η πλήρης φανέρωση της αλήθειας – διαφορετικής για την καθεμία, και αυτό χωρίς να αλληλοκαταδικάζονται ως αιρέσεις. Οι χριστιανοί λοιπόν πιστεύουν σε δύο καθόλου αλήθειες οι οποίες όμως αντιβαίνουν η μία προς την άλλη καθώς αλληλοαναιρούνται στη συμφωνία και αλληλοαποδοχή τους.

To πέρασμα της οργανωτικής δομής της Εκκλησίας στο κράτος προς ιδίαν χρήσιν είτε ως κέντρο, Πατριαρχείο, είτε ως περιφέρεια δια των κατά τόπους εντεταλμένων ιερέων καθ’ ενορίαν ως καταστιχοποιούς των κατοίκων και των περιουσιακών στοιχείων αυτών σηματοδοτεί την ενσυνείδητη πλέον εμπλοκή της Εκκλησίας στο πολιτικό επίπεδο. Έτσι δημιουργείται ο άξονας Ισχύος Εκκλησίας – Πολιτείας δια του οποίου η μεν Πολιτεία καρπούται τα αποτελέσματα μιας γραφειοκρατίας η οποία δεν εξαρτάται οικονομικά από αυτήν, αλλά και τον έλεγχο που ασκεί η γραφειοκρατία αυτή στο έμψυχο δυναμικό της πολιτείας, η δε Εκκλησία αντλεί κύρος εκ της πολιτικής εξουσίας στο κοσμικό επίπεδο ως κρατικός παράγων πέρα από την πρωτογενή της δράση στο έμψυχο δυναμικό ως θρησκεία. Παρόλες τις στρεβλωτικές και μεταπτωτικές τάσεις, ο άξονας αυτός λειτούργησε, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα ως την άλωση της Πόλης.

Το μοντέλο της Εκκλησίας του Τετάρτου Επιπέδου απαράβατο και απαραβίαστο παρ’ όλη τη διάβρωσή του, παρέμεινε και επεκτάθηκε στο Πέμπτο Επίπεδο προσοικειούμενο τις αναγκαίες αλλαγές εκ της διαφοροποίησης του ρόλου του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σχέση του με το σουλτάνο. Έτσι, όταν σήμερα γίνεται λόγος για την Εκκλησία του Τετάρτου Επιπέδου ουσιαστικά εννοείται μία οριοθετημένη δογματικά και οργανικά, απαράβατη και απαραβίαστη θεολογία, κοσμολογία και κοσμοθεωρία η οποία εδραιώνεται στην ιεραρχία των ουσιών δια των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτές οι ιδιότητες καθιστούν το ίδιο, απαράβατη και απαραβίαστη τη χωρική της θέση δηλαδή την ύπαρξη ως αλήθεια του κοσμικού γίγνεσθαι η οποία αντλεί την έκφανση της ύπαρξής της από την αλήθεια του υπερκόσμιου γίγνεσθαι. Ως εκ τούτου, η Εκκλησία φανερώνεται ως η εγκόσμια Ισχύς υπεράνω κάθε κοσμικής εξουσίας.

Το πέρασμα από την εκούσια επιλογή στην ακούσια επιβολή και η τάση για κυριαρχία, ως αντιστροφή της αρχικής θέσης του Διδασκάλου Ιησού καθοράται στη μονιμοποίηση  – νομιμοποίηση του νηπιοβαπτισμού. Εδώ, μια ευκαιριακή αναγκαιότητα απορροή ιστορικών συγκυριών, ενός τοπικού διωγμού, αποβαίνει η έδρα του ορίζοντος επιβολής αφού είναι εντελώς διαφορετική η είσοδος του ενήλικα σε μια κλειστή κοινότητα που σημαίνει την απάρνηση της δικής του, από τη γέννηση σε μία κλειστή κοινότητα ως μέλος αυτής. Όσο δύσκολη αποβαίνει η είσοδος, τόσο δύσκολη είναι και η αποχώρηση ενός ενήλικα από την κοινότητα που έχει σφυρηλατηθεί στις συγκεκριμένες αρχές.

Η Εκκλησία λοιπόν, μονιμοποιεί το πεδίο δράσης της ενώ το ίδιο το πεδίο δεν είναι στατικό αλλά ενέχει την ολοένα δυναμική διαπλάτυνσή του. Ο άνθρωπος, υποκείμενος στο προπατορικό αμάρτημα, σώζεται δια της επικοινωνιακής ατραπού την οποία δημιούργησε ο Θεάνθρωπος. Το κατάφερε ως πλήρης άνθρωπος έχοντας πλήρη τη θεϊκή φύση. Αυτή όμως δεν είναι μία προσωπική στάση, αλλά η ίδια η Εκκλησία όχι ως σύναξη πιστών όπως εξαγγέλεται αλλά ως προσωπικός φύλακας της αλήθειας. Η αναβάθμιση της μητέρας του Ιησού εις υπεραγίαν η οποία ενώνει – μεσιτεύει μεταξύ κοσμικού και υπερκοσμικού καθώς αγκαλιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την οδηγεί ανοδικά στο θόλο του ναού όπου δεσπόζει ο Παντοκράτωρ, αποτελεί μία εξαντικειμενικοποιημένη προβολή της ίδιας της Εκκλησίας καθόσον αυτή επιτελεί τα εις εαυτήν και δι’ αυτής επιτελείται το έργο της σωτηρίας. H απόδοση ονομάτων στη μητέρα του Ιησού ο οποίος την αποκαλεί απλά γυναίκα, «γύναι», όπως Παρθένος, Δέσποινα, υπεραναπληροί το βαθύτερο συνειδησιακό υπόστρωμα του λαού του μη σχετιζομένου με τον εβραϊσμό, ως συνέχεια της βαθιά ριζωμένης αρχαίας θρησκείας εδραιωμένης σε τελετουργικά τυπικά και ονοματοδοσίες που εξέφραζαν βαθύτερες ψυχικές λειτουργίες, καθώς αποτελούν ονόματα αρχαίων γυναικείων θεοτήτων ή προσώπων της ίδιας θεότητος. Δεν πρέπει πάντως να παραξενεύει η προβολή μιας συλλογικότητας σε ένα γυναικείο πρόσωπο. Στις ερμηνείες του Άσματος Ασμάτων από τους Πατέρες της Εκκλησίας το ερωτικό τραγούδι της ερήμου αποδίδεται ως ο έρως μεταξύ Ιησού και Εκκλησίας. Η Εκκλησία και εδώ, στο θεωρούμενο ως προφητικό Άσμα Ασμάτων είναι η γυνή, ο έρως του Ιησού.

Όπου λοιπόν δύναται να βρεθεί μια αντιστοιχία, έτσι και δομείται το προφητικό υπόβαθρο της ιστορίας. Όμως η προβολή αυτή έχει και το δικό της συμβολικό περιεχόμενο το οποίο αναστρέφει όλη τη σκοποθεσία: Εφ’ όσον η ιεραρχικά δομημένη Εκκλησία του Τετάρτου Επιπέδου διαμόρφωσε μέσω της δογματικής της το πρόσωπο του Ιησού κατά τα εαυτής, δικαιούται τον τίτλο και τη θέση της μητέρας αυτού του συγκεκριμένου προσώπου που πρεσβεύει με τα χαρακτηριστικά τα οποία περιέχονται στο δόγμα της. Αν η Μαρία υπήρξε η πραγματική μητέρα του ιστορικού Ιησού έτσι και η Εκκλησία είναι η πραγματική μητέρα του νοητικού κατασκευάσματος το οποίο φαντασιακά αντιπροσωπεύει τον ιστορικό Ιησού.

Δια της οδού η οποία σκιαγραφήθηκε παραπάνω, η εβραϊκή χριστιανική κοινότητα η οποία τον 1ο αιώνα χαρακτηρίστηκε στα αυτοκρατορικά διατάγματα παράνομη πολιτική οργάνωση με άμεση συνεπαγωγή τη δίωξή της, φθάνει στο Τέταρτο Επίπεδο στο διαμετρικά αντίθετο σημείο το οποίο στην έναρξή της ήταν ο διώκτης της: την απόλυτη κυριαρχική εξουσία. Το «απόλυτο» επισημαίνει ακριβώς το ζήτημα της κυριαρχίας αφού η αλλαγή στο προσωπείο της κοσμικής εξουσίας καθόλου δεν τη στέρησε από τα ιδιώματά της. Αντιθέτως την οικειοποιήθηκε άμεσα και την ίδια καθεαυτό και τις οργανωτικές της δομές στις διαπλοκές της με την πολιτεία. Ουδείς από τους μάρτυρες του Πρώτου και Δευτέρου Επιπέδου θα αποδεχόταν την ιδιότητα μέλους της Εκκλησίας του Τετάρτου Επιπέδου αφού θα έπρεπε να αποδεχθεί και όλα τα νοητικά κατασκευάσματα τα οποία πιθανότατα δε θα αποδεχόταν. Η απόδοση στον αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης του κατηγορήματος «υποφήτου του Θεού», καθόσον ο αυτοκράτωρ φέρει ακόμα εν ζωή νομιμότατα και ως την άλωση της Πόλης τον τίτλο του μεγίστου αρχιερέως της ρωμαϊκής θρησκείας ο οποίος μετά της ρωμαϊκής συγκλήτου διοικεί, είναι ό, τι αποτέλεσε και την ουσία και την αιτία του μαρτυρίου τους.

Το ίδιο αλλότριο και επικίνδυνο θα κρινόταν από αυτούς το ζήτημα της αγιοποίησης η οποία όταν  αφορά στον αυτοκράτορα καταντά ένα ζήτημα γελοιότητος. Ο ειδωλολάτρης, φονεύς ουκ ολίγων προσώπων, βαπτισθείς στο τέλος της ζωής του ήτοι επί του νεκρικού κρεβατιού χριστιανός, όντας μέγιστος ρωμαίος αρχιερεύς, από αρειανού ήτοι αιρετικού ιερέως αποτελεί έναν των κατ΄εξοχήν αγίων της Εκκλησίας, ως αντάλλαγμα της μεταφοράς της τελευταίας στο επίπεδο της κοσμικής εξουσίας. Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο.

Η καταλογοποίηση προσώπων και περιστατικών όπου αναδύονται μεταπτώσεις, στρεβλώσεις, διαφορές του ύστερον από τις απαρχές είναι ατέλειωτη και καταντά ανούσια. Όμως ο κατάλογος μπορεί να συνοψισθεί σε μια κριτική αποτίμησή του:

Ενώ η απαρχή περιέχει όλη την αλήθεια από μόνη της ως ύπαρξη – παρουσία – δράση και ως τέτοια είναι εγκόσμια, ορατή και αδιαμφισβήτητη, το ύστερον τη σχετικοποιεί, αποδίδοντάς της την απόλυτη αλήθεια μιας νοητικής κατασκευής, ήτοι δηλώνει την κυριαρχία του επ’ αυτής αποκλείοντας κάθε έκφανσή της στην κοσμική πραγματικότητα αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και τον πρακτικό αφανισμό όχι μόνο της κυριαρχίας αυτής αλλά και της ίδιας. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου συντονίζεται με το κλείσιμο του Βιβλίου της Ζωής που σημαίνει το τέλος της εγκοσμίου Εκκλησίας όπως και αν νοηθεί, είτε ως η σύναξη των πιστών, είτε ως η δομημένη ιεραρχικά κοινότητα.

                                                                                                                                ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ

                                                                                                                                Διδάσκαλος Π. Ε., Θεολόγος

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΧΟΡΔΕΣ

WE ARE LEAVING...GOING HOME