Η ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Ανατομία μίας Σταύρωσης

Ενότητα B΄, Μέρος 1ο

Η Συνταξιοδότηση του Θεού

2/1/2021


Η διασάφηση της θέσης και της σχέσης των δύο ετεροτήτων, της Εκκλησίας και του Κράτους που αποτελούν τους βασικούς άξονες της εν γένει ζωής, προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής, θέτει το ζήτημα της διαχρονικότητας καθώς οι δύο ετερότητες εμπλέκονται και διαπλέκονται στο χρονικό και χωρικό πεδίο. Όμως εδώ θα πρέπει να προσδιοριστεί η σημασία της λέξης Εκκλησία, καθότι η δισημία της δημιουργεί νοηματικά χάσματα. Εκκλησία λοιπόν σημαίνει κατ’ ουσίαν τη σύναξη και μετοχή των πιστών η οποία εδραιώνεται αφ’ ενός στην προσωπική μετοχή του προσώπου του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, αφ’ ετέρου στην εκ τούτου μετοχή των προσώπων των ανθρώπων, ζώντων και τεθνεώτων. Η Εκκλησία είναι η κατάργηση του χωροχρόνου, η κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, οι ζωντανοί και οι νεκροί, ο άνθρωπος και ο Θεός. Όμως Εκκλησία σημαίνει και κατά κύριο λόγο έτσι γίνεται αντιληπτή και το ιεραρχικά δομημένο θρησκευτικό εγκόσμιο σύστημα το οποίο διακρατεί τις μετοχικές σχέσεις αλλά είναι οργανωμένο συστημικά ως οποιαδήποτε οργάνωση και κατέχει ιδιαίτερο ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι ενώ ταυτόχρονα συγκροτείται εντός κρατικών δομών που σημαίνει τη σχέση με την κυρίαρχη εξουσία και τις διαπλοκές με τα ζητούμενα αυτής. Στα παρακάτω δε γίνεται καμία κριτική στην πρώτη και ουσιακή έννοια της Εκκλησίας, της σύναξης και μετοχής προσώπων και Προσώπου, ούτε σε συγκεκριμένα πατερικά πρόσωπα και τη δράση αυτών,  παρά μόνο σε αυτή τη δομή που μπορεί μεν να εμπεριέχει την μέθεξη των καλουμένων αλλά αποτελεί και ένα τρόπο εγκόσμιας ύπαρξης της θρησκείας ο οποίος φθάνει να είναι αποκομμένος πλήρως από τα όσα διατείνεται πως πρεσβεύει. 

Κατ΄ακολουθίαν οδηγείται η σκέψη στο υπαρκτικό ζήτημα, την υπαρκτική οντότητα της δομημένης ιεραρχικά Εκκλησίας και κατά συνέπεια στη διαχρονική ύπαρξη των διαφορετικών αυτής στοιχείων. Ο όρος λοιπόν Εκκλησία θα πρέπει να νοείται όχι ως η αυστηρή έννοια στην οποία αποδίδει το δόγμα στην Εκκλησία ως Σύναξη Πιστών αλλά με όλες τις κανονιστικές διαφορές που ορίζονται στο χρονικό πεδίο αφού Εκκλησία είναι η αρχική σύναξη των πιστών αλλά και εδραιωμένη και συστημικά δομημένη οργάνωση όπου κατ’ αυτήν, εν αυτή και δι’ αυτής πραγματοποιείται το γεγονός της σύναξης ως Σύναξη, Μέθεξη.

Η κύρια ενασχόληση με την Εκκλησία ως ένα όριο τοπικής χρονικότητας είναι αναπόφευκτη καθόσον κράτος ελληνικό δεν υπήρχε πάντα στη ροή του χωροποιημένου χρόνου. Η Εκκλησία λοιπόν θεάται στη δημιουργία, συγκρότησή της και τη σχέση της προς την κυρίαρχη εξουσία ήτοι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης με την καταχρηστική ονομασία Βυζάντιο και τη διάδοχο αυτής Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το νεοδόμητο Ελληνικό κράτος στο συγκερασμό του με την Εκκλησία αποτελεί μια ανισοβαρή κατασκευή καθότι η Εκκλησία κατέχει μία εμπειρία κυριαρχίας άνω των χιλίων πεντακοσίων ετών στη διαπλοκή της με την κρατική εξουσία. Αυτή η διαπλοκή, συνύπαρξη κτάται στοιχειακών σημείων τα οποία συμπλέκονται ανόρια και ασαφώς εντός του διαφορισμού των.

Δημιουργώντας μια εικονική, πλασματική διευθέτηση των σημείων σε στάδια – επίπεδα για καθαρά πρακτικούς λόγους δυνάμεθα να τα ορίσουμε και ταυτόχρονα να τα διακρίνουμε ως εξής:

Πρώτο επίπεδο απευθείας υπαγωγής εις το πρόσωπο  και την εγκόσμια παρουσία του Διδασκάλου Ιησού.

Δεύτερο επίπεδο πρώτης χριστιανικής κοινότητας Ισραηλιτών χριστιανών η οποία κάποτε εμφανίζει τον τοπικισμό της σε οικουμενική διάσταση.

Τρίτο επίπεδο μεταστροφής του τοπικιστικού οικουμενισμού σε οικουμενικό οικουμενισμό, ήτοι το άνοιγμα στον κόσμο.

Τέταρτο επίπεδο αναγνώρισης της ισχύος και της δυνάμεώς της από την κοσμική εξουσία, καταλογογράφησής της ως θρησκεία και ενσωμάτωσής της στο κράτος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Πέμπτο επίπεδο ανάληψης υποτελούς εξουσίας ως κεφαλή και οργανωτική δομή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έκτο επίπεδο αποκοπής και αυτονόμησής της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ταύτισής της με τα όρια του νεοδόμητου ελληνικού κράτους   ενώ διευρυμένα και εκτός ορίων ανάλογα των ισχυόντων ορίζεται και η σχέση μετά των εκτός Ελλάδος Ελλήνων.

Σε όλα τα επίπεδα βασικό υποδομικό στοιχείο είναι η ύπαρξη του προσώπου του Ιησού, όχι η διδασκαλία ή τα περιστατικά της ζωής του καθώς αυτά οριοθετούνται ερμηνευτικά και υποστασιάζονται εκ των υστέρων στις Οικουμενικές Συνόδους δημιουργώντας τη Θεολογία και την Κοσμολογία – Κοσμοθεωρία  της Εκκλησίας. Υπό την επίδραση του αναδυόμενου αστικού μοντέλου μεταστρέφονται ή διαστρέφονται όπως και σε όλη την πορεία από το αστικό μοντέλο  στο μαζικό – τη σημερινή μαζική δημοκρατία της μαζικοποιημένης παραγωγής και κατανάλωσης με ενδιάμεσο πέρασμα – γέφυρα την οικουμενικοποίηση της πολιτικής ισχύος, που ξεκινά πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διαμορφώνεται την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Η κατάλυση του σιδηρού παραπετάσματος αποδίδει το ορατό στοιχείο της μαζικοποιημένης ατομικότητας. Βέβαια μεταστροφή  και διαστροφή δεν υποδηλώνουν κάποια πτώση αλλά σχετικοποιούνται σε κάποια ήττα η οποία όμως είναι Πύρρειος (sic!), καθότι δι’ αυτής η Εκκλησία επιβιώνει εν ισχύ και δυνάμει συμμαχώντας ή αποδεχόμενη τους όρους των πολεμίων της δίδοντάς τους την απαιτούμενη στήριξη στην υλοποίηση των στόχων τους.

Η σταθερή προσήλωση στην ύπαρξη του Ιησού κατοχυρώνει ένα δεύτερο προαπαιτούμενο στοιχείο υποδομής. Το υλικό της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνευόμενο με σταθερό άξονα το πρόσωπο του Ιησού αφού χωρίς την υποδομή αυτή όλη η ιστορία του Ιησού σχετικοποιείται σε μία τοπική επαρχιώτικη ιστορία της χαοτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τον θρησκειολόγο  Ελιάντε, στερούμενη νοήματος και περιεχομένου –προσοχή, όχι για τον ίδιο τον Ιησού ο οποίος θεμελιώνει την αλήθεια του υιού του ανθρώπου, αλλά για τους χριστιανούς, όπως αποδέχθηκαν το χριστιανικό δόγμα. Η υποδομή της Παλαιάς Διαθήκης τίθεται στο περιθώριο από τους διανοούμενους πολεμίους της Θεολογίας ενώ χρησιμοποιείται. Οι τελευταίοι εξυψώνοντας τον ανθρώπινο λόγο πάνω από την ανθρώπινη ύπαρξη υποβαθμίζουν το Θεό των χριστιανών εργαλειοποιώντας τον ώστε να τον χρησιμοποιούν στο δικό τους οικοδόμημα, ενώ δε διστάζουν να κάνουν και «διορθώσεις» (sic!) στο κείμενο ώστε να κατοχυρώνονται οι προθέσεις και οι ενέργειές τους και Θεολογικά. Έτσι όπως διαβάζουμε στις εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης που έγιναν στο εξωτερικό όπως αυτές της Βιβλικής Εταιρίας, ο Θεός κατ’ αυτούς θέτει τον άνθρωπο στον Παράδεισο «εργάζεσθαι αυτόν» αντί του ορθόδοξου «εργάζεσθαι αυτώ». Είναι φανερή στην παραποίηση, η χρήση της ιεραρχίας των ουσιών ενώ την έχουν ήδη απορρίψει καθώς αυτή η ελάχιστη αλλαγή στην πτώση της λέξης δίνει και τη θεϊκή άδεια στον άνθρωπο – κατοχύρωση, να ενεργεί και να χρησιμοποιεί τη φύση ως υποτακτική του και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εκείνος που νοηματοδοτεί όλη τη Δημιουργία αφού έχει αποδειχθεί ανώτερος από Αυτήν, είναι ο Κύριός της δηλαδή ο Θεός.  Ο Διαφωτισμός λοιπόν συνταξιοδοτεί το Θεό και στη θέση του ορίζει αντικαταστάτη μια λειτουργία, τη λειτουργία του ανθρώπινου λόγου, του νέου Ανθρώπου Θεού – Λόγου.

Ολόκληρο το οικοδόμημα της Θεολογίας με το Διαφωτισμό και την συστηματοποίηση του αστικού μοντέλου καταρρέει αλλά η Εκκλησία ως διαπλεκόμενος κεντρικός άξονας κοινωνικής Ισχύος παραμένει καθώς οι διανοούμενοι σπανιότατα φθάνουν στη φυσική της κατάληξη την κοσμοθεωρία τους, την από-ουσιοποίηση – απουσιοποίηση της  θρησκείας, αποτέλεσμα του οποίου θα αποτελούσαν κοινωνικές αλυσιδωτές αναταράξεις με άγνωστες αλλά επικίνδυνες γι’ αυτούς επιπτώσεις. Για την υπολειπόμενη Εκκλησία μετά το Διαφωτισμό και την ενσωμάτωσή της στο αστικό κράτος και βέβαια μετά την καταστροφή του ανθρώπου ως λειτουργία από το μοντέλο της μαζικής δημοκρατίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος των Γάλλων κοινωνικών  ανθρωπολόγων –  Λ. Στράους «απολίθωμα». Από του όρου αυτού δηλούται το ενεργό και άλλοτε ζωογόνο το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται αλλά στερούμενο νοήματος και λόγου ύπαρξης τελώντας εντελώς ξένες διεργασίες από εκείνες στις οποίες εγεννήθη και ανδρώθη. Έτσι, ένας πολεμικός χορός των αρχαίων Θρακών που πριν την έναρξη των πολεμικών συμβάντων δημιουργούσε την απαραίτητη αύξηση της έκκρισης ουσιών στους πολεμιστές, απολιθώνεται και πραγματοποιείται ως τουριστική μονάδα κέρδους ή μέρος εκδηλώσεως  μη σχετιζόμενο με την ουσία της γέννησης και ύπαρξής του.

Επανακάμπτοντας στο χρόνο στο Τρίτο Επίπεδο, παρατηρούμε την εισαγωγή του Κανόνος της Πίστης μετά από διορθωτικές παρεμβάσεις, ως δεχομένου και αρνουμένου υπόγραφα κείμενα φέροντα αποστολικά ονόματα και δημιουργώντας έτσι τη σωρεία των χαρακτηριζομένων αποκρύφων κειμένων. Είναι φανερό πως εμφανίζεται με τη δράση αυτή η πρώτη οργανωτική δομή η οποία στοχεύει στη δημιουργία ορίων στο χαοτικό κοινωνικό γίγνεσθαι των γνωστικών ομάδων, των ομάδων της αντίδρασης στην Ισχύ. Και εδώ έχουμε κείμενα τα οποία μεταπηδούν από τη μία κατηγορία στην άλλη ως το Ευαγγέλιο του Πέτρου και αυτό γιατί η οργανωτική δομή δεν είναι παρά μια προ – δομή η οποία στην πορεία μεταβάλλεται εκ των ιστορικών συγκυριών μέσα στις οποίες μονιμοποιείται πλέον η Εκκλησία. Αργά αλλά όχι αρκετά αργά ορίζονται τα όρια εντός των οποίων θα πρέπει να νοηματοδοτηθεί η ζωή και πράξη του Διδασκάλου Ιησού. Έτσι δημιουργείται  το επόμενο Τέταρτο Επίπεδο το οποίο ως η δημιουργική εξέλιξη του προηγουμένου κατοχυρώνει την αποσαφήνιση και διασαφήνιση του περιεχομένου της χριστιανικής πίστης συμβαδίζοντας πλέον με την κυρίαρχη Πολιτική Ισχύ στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ενώ το Πέμπτο Επίπεδο αποδεικνύει την κυριαρχία της Εκκλησίας εν πλήρη ισχύ μετά την άλωση της Πόλης και αναδεικνύει αργά αλλά σταθερά την πολεμική η οποία τίθεται σε ισχύ με τον εξ Ευρώπης αναδυθέντα Διαφωτισμό. Εν κατακλείδι, η αναμορφωθείσα ουσιακά πλέον αλλά σταθερά εδραιωμένη υπό και δια του αστικού μοντέλου Εκκλησία επιβιώνει στη διαπλοκή και συμπλοκή της με την κρατική εξουσία δι’ ανταλλαγών της μιας προς την άλλη καθότι έκτοτε η πολιτική εξουσία θα χρησιμοποιεί την Εκκλησία ως καθοδηγήτρια του λαϊκού στοιχείου υπεραναπληρώνοντας τις ψυχικές του ορμές μέσα και από τα ψευδή και επίβουλα οράματα της αναγεννώμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως αναγέννηση της Ελλάδος (sic!), τα οποία διοχέτευε εντέχνως η πολιτική πατριά ή ελίτ στον κοινωνικό χώρο ως κάλυψη της ανομίας της. Βέβαια με τον τρόπο αυτό η αυτοκέφαλη πλέον Εκκλησία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτική σφαίρα, κάτι το οποίο είναι άμεσα αντιληπτό στην διαπλοκή της στη δημοσιονομική σφαίρα μέσω της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης. Ένα είδος Θεοκρατίας εν πλήρη Ισχύ.

 

                                                                                                                 ΠΑΥΛΟΣ ΞΕΝΟΣ

                                                                                                                  Διδάσκαλος Π. Ε., Θεολόγος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΧΟΡΔΕΣ

WE ARE LEAVING...GOING HOME